H τέχνη του ψεύδους γράφει σήμερα στα Νέα ο Πέτρος Τατσόπουλος γύρω από το ομότιτλο δοκίμιο του Μαρκ Τουέιν που έχει εκδώσει ο Ποταμός και την Πολιτική ορθότητα.
«Έχουν περάσει σχεδόν επτά χρόνια από τότε και ίσως να μην θυμάμαι με ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες• έχω συγκρατήσει πάντως την ουσία. Ήταν Οκτώβριος του 2013 και βρισκόμουν στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν• ένας από τους παρατηρητές κι εγώ του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις προεδρικές εκλογές. Προσχηματικοί παρατηρητές σε προσχηματικές εκλογές –τα πάντα προσχηματικά και δεν θα έλεγα ότι πεθαίναμε στη δουλειά. Ξεκουραζόμουν από την… ξεκούραση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Παρακολουθούσα αφηρημένος ένα από τα κλασικά φιλμ νουάρ με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ: την «Καζαμπλάνκα», το «Γεράκι της Μάλτας», τον «Μεγάλο ύπνο» -θα σας γελάσω… Έτσι κι αλλιώς, η ταινία ήταν μεταγλωττισμένη στα αζερικά και δεν είχε άλλη επίδραση πάνω μου, πέρα από το να με νανουρίζει.
Ξαφνικά όμως κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Μια στήλη καπνού. Η στήλη αναδυόταν μπροστά από τον Μπόγκι δίχως να φαίνεται από πού προέρχεται –αλλά ούτε και ο ίδιος ο Μπόγκι έδειχνε να ανησυχεί για την παρουσία της. Παρότι νυσταγμένος, δεν άργησα να εντοπίσω –να εικάσω, για την ακρίβεια- την προέλευσή της. Στο στόμα του Μπόγκι είχε τοποθετηθεί κάπως άγαρμπα ένα ψηφιακό τζάμι, παρόμοιο με αυτά που κρύβουν τα χαρακτηριστικά των υποδίκων για κακουργήματα ή των μικρών παιδιών (ταυτίζοντας στο υποσυνείδητό μας κατά γκροτέσκο τρόπο τους ανήλικους με τους εγκληματίες). Το ψηφιακό τζάμι του Μπόγκι εξαφάνιζε τα χείλη του (ανατρίχιασα στην ιδέα ότι τόσην ώρα έβλεπα τον Μπόγκι να μιλάει στα αζερικά χωρίς χείλη) και, κυρίως, αυτό που συγκρατούσε ανάμεσα στα χείλη του: ένα τσιγάρο. Μάλιστα. Όλο αυτό το τεχνολογικό τζέρτζελο είχε λάβει χώρα προκειμένου να μην σκανδαλιστούν οι Αζέροι όλων των ηλικιών στη θέα ενός Μπόγκαρτ που καπνίζει αρειμανίως πριν από εβδομήντα χρόνια.
Τρία χρόνια αργότερα, στην Αθήνα πια, έπεσε το μάτι μου σε μια παράξενη είδηση. Ύστερα από τη διαμαρτυρία μιας μητέρας για «χρήση ρατσιστικής γλώσσας», είχαν αποσυρθεί από όλα τα σχολεία στην πολιτεία της Βιρτζίνια δύο από τα καμάρια της αμερικανικής λογοτεχνίας: οι «Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν» (1884) του Μαρκ Τουέιν και «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (1960) της Χάρπερ Λι. Το αλλόκοτο στην υπόθεση ήταν πως ούτε ο Μαρκ Τουέιν ούτε η Χάρπερ Λι είχαν κατηγορηθεί για ρατσισμό στον καιρό τους –απεναντίας: ο Τουέιν στάθηκε σταθερά απέναντι στην αποικιοκρατία, τη δουλεία και τις φυλετικές διακρίσεις –κυρίως στην «Τραγωδία του πεπονοκέφαλου Γουίλσον» (1894) και στον «Μονόλογο του Βασιλιά Λεοπόλδου» (1905)-, ενώ και η Λι με τα «Κοτσύφια» της έδωσε ένα ισχυρό ράπισμα στις παρειές του ρατσιστικού Νότου. Έτυχε να δω πρόπερσι και την ομότιτλη ταινία (1962) με τον Γκρέγκορι Πεκ, που κέρδισε το Όσκαρ για την ερμηνεία του στο ρόλο του φιλελεύθερου δικηγόρου Άτικους Φιντς, και ομολογώ πως ήταν μια από τις πιο συγκινητικές κινηματογραφικές μου εμπειρίες –ιδίως στην κορυφαία σκηνή, όπου ο Άτικους ως συνήγορος χάνει τη «στημένη» δίκη εναντίον ενός μαύρου που αδίκως κατηγορείται για τον βιασμό μιας λευκής και, κατά την αποχώρηση του «ηττημένου» Άτικους, ολόκληρη η νέγρικη κοινότητα –εξόριστη στον… εξώστη του δικαστηρίου- σηκώνεται σε ένδειξη σεβασμού, εκτός από την κόρη του Άτικους, ένα ατίθασο αγοροκόριτσο που αφηγείται και την όλη ιστορία. «Σήκω, παιδί μου», την ακουμπάει στον ώμο στοργικά ένας γέρος νέγρος• «περνάει ο πατέρας σου».
Τι μπορεί λοιπόν να πυροδότησε την οργή μιας μητέρας στη Βιρτζίνια; Μια λέξη: nigger (αράπης). Μια λέξη που επαναλαμβάνει –«καταχρηστικά», σύμφωνα με τη μητέρα- τόσο ο Μαρκ Τουέιν όσο και η Χάρπερ Λι. Όπως στην περίπτωση με το αόρατο τσιγάρο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, έτσι κι εδώ, έχουμε μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στο πρόσχημα εις βάρος της ουσίας –ακόμη χειρότερα: θυσιάζει τη δεύτερη στο βωμό του πρώτου. Το πρόσφατο σποτάκι με τον Χρήστο Λούλη και οι έντονες αντιδράσεις ένθεν κακείθεν απέδειξαν πως κι εμείς, παρά το οφθαλμοφανές έλλειμμα πουριτανισμού στα νεοελληνικά μας ήθη, δεν έχουμε στερηθεί την ικανότητα να στρέφουμε την προσοχή μας από το σημαντικό στο ασήμαντο ή όπως θα το έθετε και ο ίδιος ο Ναζωραίος, απευθυνόμενος προς τους Φαρισαίους: να διυλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλον.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον Μαρκ Τουέιν (1835-1910), αναρωτήθηκα πώς θα ένιωθε και, πρωτίστως, πώς θα αντιδρούσε αυτός ο «μεγάλος κυνικός» σήμερα, στην εποχή της πολιτικής ορθότητας. Από πολλές απόψεις την… προφήτευσε: πάλεψε για την επικράτησή της και ταυτοχρόνως κατέγραψε διορατικά τις στρεβλώσεις της. Μας περιέγραψε λεπτομερώς ποιο ήταν το σωστό να πράξουμε και την ίδια ώρα σε ποιο νέο κύκλο της Κόλασης θα εισέλθουμε μόλις πράξουμε το σωστό. Ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους –κι ένας από τους ακόμη λιγότερους «επώνυμους» των ημερών του- που είχε το προνόμιο να διαβάσει εν ζωή επικήδειους για τον δικό του θάνατο, όταν κατά λάθος μια εφημερίδα ανέφερε ότι απεβίωσε: «Μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι οι φήμες περί του θανάτου μου είναι κάπως υπερβολικές». Με το ίδιο ανελέητο χιούμορ –όλο και πιο ζοφερό, καθώς δεχόταν, το ένα μετά το άλλο, τα πλήγματα της μοίρας- στηλίτευσε την υποκρισία μας• το διαχρονικό μας ταλέντο να τακτοποιούμε κάθε «αλήθεια» στο κουτάκι της και να οικοδομούμε μια πυραμίδα από «αλήθειες», ψεύτικη πέρα ως πέρα.
Πριν από μια δεκαετία, σε μια σειρά από άγνωστα «μπιζουδάκια» διάσημων συγγραφέων –του Τζακ Λόντον, του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, της Έμα Γκόλντμαν κ.α.-, οι εκδόσεις Ποταμός ενέταξαν και την «Τέχνη του ψεύδους» του Μαρκ Τουέιν, στην εμπνευσμένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Με δύο πικρόχολα ψευδο-δοκίμια ο ώριμος πλέον Τουέιν προωθεί τον κυνισμό του στα όρια του μισανθρωπισμού. Καταχωρεί το ψεύδος σε αμίμητες κατηγορίες –το ψεύδος με ευγενική πρόθεση, το σιωπηλό ψεύδος, ήγουν η ψευδής (κι ενίοτε ολέθρια) εντύπωση που συνάγεται από την αποσιώπηση της αλήθειας κ.ο.κ.- και δεν διστάζει να καταδείξει με αδιάσειστα τεκμήρια σε πόσο «απάνθρωπο» κόσμο θα μας οδηγούσαν οι αποκρουστικοί «αληθοκάπηλοι», έτσι και –χτύπα ξύλο!- επικρατούσε ποτέ η αλήθεια στον κόσμο. Αποκαθηλώνει τον Τζορτζ Ουάσινγκτον και συμπεραίνει ότι καμία από τις δικές μας μαλαγανιές δεν μπορεί να συγκριθεί με «το σιωπηλό κολοσσιαίο Εθνικό Ψεύδος, στήριγμα και συνένοχο κάθε τυραννίας, κάθε απάτης, κάθε ανισότητας και κάθε αδικίας που υφίστανται οι λαοί –αυτό είναι που πρέπει να αναθεματίσουμε, και ενάντια σ’ αυτό να ηθικολογήσουμε. Ας είμαστε όμως συνετοί και ας αφήσουμε κανέναν άλλον να κάνει την αρχή».
Το καλάθι σας είναι άδειο!