«Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι, αν ένας κόσμος χωρίς skype, χωρίς e-mail και χωρίς facebook είναι πιο δύσκολος για ένα ζευγάρι σε μεγάλη απόσταση. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι, αν σ’ έναν κόσμο όπου γράφεις γράμμα με το χέρι, το κλείνεις, του κολλάς το γραμματόσημο, το ρίχνεις στο κουτί και περιμένεις δυο βδομάδες την απάντηση με την καρδιά να βαράει ασταμάτητα κόλπος – κοιλία, κόλπος – κοιλία, οι σχέσεις περνούν πιο δύσκολες μέρες. Οφείλω να το δηλώσω ξεκάθαρα: δεν ξέρω. Πάντως δεν θυμάμαι να νιώθω κάποιο ρίγος συγκίνησης ενώ είμαι στο Skype, στο Viber ή στο Messenger. Ούτε και στο WhatsApp».
Δημήτρης Σοφιανόπουλος Πολλά χρόνια αργότερα
Στα βιβλία που έγραψα χοντρικά έως τα τριάντα μου χρόνια, οι σαραντάρηδες θεωρούνται –και αντιμετωπίζονται- ως άτομα τρίτης ηλικίας, οι πενηντάρηδες είναι με το ένα πόδι στον τάφο, ενόσω οι συντριπτικά περισσότεροι εξηντάρηδες έχουν ήδη μετακομίσει στους επουράνιους λειμώνες. Όλα αυτά τα άτομα, εκτός από άτομα «ηλικιωμένα», είναι και άτομα που υποφέρουν αθεράπευτα από νοσταλγία: δεν παύουν να αναπολούν τις «παλιές καλές ημέρες» και να τις συγκρίνουν δυσμενώς με το ζοφερό παρόν.
Βεβαίως, κάτι ανάλογο συνέβαινε πάντοτε, σε όλες τις χώρες και σε όλους τους χώρους, ιδίως εκεί όπου ανθούσαν καλλιτεχνικά ή λογοτεχνικά κινήματα. «Η αντίδραση του κυρίου [Σπύρου] Πλασκοβίτη», έγραφα προ εικοσαετίας στο «Πιπέρι στη γλώσσα» (Καστανιώτης, 2000), «απέναντι στη γενιά του ’80, η αντίδραση της περασμένης γενιάς απέναντι στην επόμενη ή τη μεθεπόμενη, είναι μια συνηθισμένη υπόθεση στην ιστορία της λογοτεχνίας, στην ιστορία της κριτικής της λογοτεχνίας. Μια ενστικτώδης αντίδραση, θα έλεγα, ένα εξαρτημένο ανακλαστικό. Μια απλή ματιά στην ιστορία της λογοτεχνίας αποκαλύπτει ότι η παλαιότερη γενιά νιώθει σχεδόν υποχρεωμένη να μειώσει το έργο της νεότερης γενιάς. Αρκεί ν’ ανατρέξουμε στη γνώμη που είχε ο Παράσχος για τον νεαρό Παλαμά, στην απαρέσκεια που εκδήλωναν οι “παλαμικοί” για τον Καβάφη, με πόση στενοκαρδία υποδέχθηκαν οι έγκριτοι κριτικοί τον Τσίρκα, πόσο περιφρονούσε ο Ουγκώ τον επερχόμενο Σταντάλ, πόσο φλύαρο τον θεωρούσε και κακογράφο… Εάν ενστερνισθούμε όμως αυτή τη συλλογιστική, εάν συμφωνήσουμε πως η ελληνική λογοτεχνία –για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς- ακολουθεί μια διαρκή πτωτική πορεία από το 1821 κι εντεύθεν (δεδομένου μάλιστα ότι δεν ξεκίνησε κι από κανένα υψηλό σημείο, με μιμήσεις “πικαρέσκ” και “γοτθικών” ρομάντσων ξεκίνησε), θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως σήμερα, ύστερα από εκατόν εβδομήντα-τόσα χρόνια κατήφορου [σημ.: αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1997], βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο μηδέν, στον πάτο ή και κάτω από τον πάτο. Εκτός κι αν δεχτούμε πως οι μόνες στιγμές ανάτασης, τα φωτεινά διαλείμματα σε αυτήν την καθοδική πορεία, συμπίπτουν με τις περιόδους που οι νεότεροι διαδέχονται τους παλαιότερους, μεταλλάσσονται στο νέο συγγραφικό κατεστημένο και τους παρέχεται η ευκαιρία τόσο να υπερασπισθούν το έργο τους, όσο και να διαβάλουν την επόμενη γενιά, τους αυριανούς μνηστήρες».
Μπορεί η (νοσηρή ή μη) πρόσδεση στο παρελθόν να χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τα άτομα «κάποιας ηλικίας» και να συνδέεται σχεδόν πάντα με ένα μανιχαϊστικό αντιθετικό δίπολο –εξιδανίκευση του παρελθόντος, δαιμονοποίηση του παρόντος- αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η νοσταλγική διάθεση ή η αναχρονιστική αντίληψη είναι πάντοτε κακοί συνοδοιπόροι για να πορευτείς στη ζωή σου. Απεναντίας, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη μπορούν να σε φέρουν σε επαφή με καταστάσεις ή εμπειρίες που έχουν πλέον χαθεί από την καθημερινότητά μας, απολύτως κάποτε αναμενόμενες και αυτονόητες, ενώ τώρα –προκειμένου να αφομοιωθούν από τα σημερινά παιδιά- χρειάζονται ειδικά σεμινάρια. Μια γλυκόπικρη αυτοβιογραφία που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το «Πολλά χρόνια αργότερα» (Ποταμός, 2019) του Δημήτρη Σοφιανόπουλου, μας βοηθάει με απτά παραδείγματα.
Ο Σοφιανόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα το 1950, γόνος μιας μεσοαστικής ελληνικής οικογένειας με (ξεπεσμένες) μεγαλοαστικές ιταλικές καταβολές από την πλευρά της μητέρας του, διατηρεί στη μνήμη του ότι κατά την προ-καταναλωτική μετεμφυλιακή περίοδο, σε μια χώρα ρημαγμένη από τον (σχεδόν δεκάχρονο) πόλεμο, όπου τα φίλια και τα εχθρικά πυρά έπεφταν συχνά αξεδιάλυτα, κάθε καινούργια οικιακή συσκευή ήταν κι ένα... γεγονός: «Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι πολύ έντονα δύο μέρες. Τη μία που ήρθε στο σπίτι το πρώτο ηλεκτρικό μας ψυγείο και τελείωσε η καθημερινή διαδικασία με την κολώνα του πάγου και την άλλη που ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι ένα τετράγωνο μηχάνημα που έγραφε απάνω του Grundig και λεγόταν μαγνητόφωνο. Δηλαδή πατούσες ένα κουμπί και, κρατώντας ένα άλλο εξάρτημα που λεγόταν μικρόφωνο, έλεγες ό,τι ήθελες και μετά μπορούσες να το ξανακούσεις! Φυσικά πέρασα όλη εκείνη την ημέρα βγάζοντας λόγους όλων των ειδών που, ευτυχώς, κάποια στιγμή έσβησα».
Αυτή η κυρίαρχη ιλαρή αίσθηση –ότι ένας μεγάλος άγνωστος κόσμος «εκεί έξω» σε καλεί να τον ανακαλύψεις και, όταν λέμε να τον ανακαλύψεις, δεν εννοούμε να τον γκουγκλάρεις- διατρέχει όλες τις σελίδες του Σοφιανόπουλου: «Έχω πάει σε σαράντα και πάνω χώρες και σκέφτομαι συνέχεια άλλες σαράντα στις οποίες δεν έχω πάει». Η ίδια βουλιμία τον διακρίνει και στην απόκτηση βιωμάτων –καθώς όμως δεν είναι ένας εύπορος bon vivant, υποχρεώνεται να συνδυάσει ή να αντλήσει τις εμπειρίες του από τις βιοποριστικές του ενασχολήσεις. Σπουδάζει οικονομικά και σινεμά στο Λονδίνο, εργάζεται πολλά χρόνια ως σκηνοθέτης τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια τηλεόραση και, την κατάλληλη στιγμή, μεταπηδάει στην αντιπροεδρία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ): «Ήταν ένα μεσημέρι του Ιουνίου, ήμουν μόνος στο σπίτι, ήρεμος, σε κατάσταση σχεδόν διαλογισμού και σκεφτόμουν ότι με έχει κουράσει πολύ η δουλειά στην τηλεόραση με όλους αυτούς τους παραγοντίσκους που έχουν συνδέσει την άχαρη ζωή τους με τα νούμερα της AGB, με όλα αυτά τα ατάλαντα πλάσματα που η έλλειψη στοιχειώδους καλλιέργειας του τηλεοπτικού κοινού τούς έχρισε σταρ, αλλά και με όλο το άγονο τρεχαλητό που απαιτούσε η επιβίωσή μου σε αυτόν το χώρο». Δύο τετραετείς θητείες στην αντιπροεδρία του ΕΚΚ και μία συντομότερη ως Γενικός Διευθυντής στη Δημόσια Τηλεόραση θα τον εξοικειώσουν με τον ελληνικό δημοσιοϋπαλληλικό σουρεαλισμό, που τον είχε συναπαντήσει ξανά όταν ήταν φαντάρος: «Σκηνή με επιρροές Αγγελόπουλου ή και Μίκλος Γιάντσο, με ολίγον Μπουνιουέλ, αλλά και αρκετόν Λουί ντε Φινές». Δύο γάμοι, τρεις κόρες και μια παρέλαση εμβληματικών καλλιτεχνών (αληθινά καταιγιστικό name-dropping) της μεταπολεμικής και, ιδίως, της μεταπολιτευτικής Ελλάδας συνθέτουν το υπόλοιπο σκηνικό. Παραδόξως, δεν είναι ένας φιλάρεσκος απολογισμός καριέρας. Εμπλουτισμένος με ανεπιτήδευτο αυτοσαρκασμό, παρακάμπτει τις λεωφόρους κι εστιάζει στις ρωγμές: «Έτσι μπαίνει το φως».
Πέτρος Τατσόπουλος, Τα Νέα, 19.10.2019