Τα ξεχασμένα παιδιά του Ψυχρού Πολέμου

Δημοσιεύτηκε από στο Τα Νέα μας, ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ την Νοέμβριος 22, 2021 . 0 Σχόλια.

Η Gonda Van Steen παρουσιάζει σήμερα το εξαιρετικό βιβλίο της στο Μέγαρο Μουσικής (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός Anastasia Lambria). Είναι μια σπάνια γυναίκα και επιστήμων η οποία έχει γίνει η φωνή των παιδιών που υιοθετήθηκαν από την Ελλάδα στην Αμερική τις δεκαετίες του '50 και '60 και στηρίζει βέβαια το δίκαιο αίτημά τους να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοόοτητα. Αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο και αξίζει βέβαια να τη δείτε και να την ακούσετε, να γνωρίσετε το έργο της συνολικά αλλά και τον αγώνα που δίνει μαζί με αυτά τα «παιδιά» που διεκδικούν ένα είδος αναγνώρισης των ριζών της που κόπηκαν τόσο απότομα.
Μαζί της και οι Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αίγλη Μπρούσκου, Μαρία Καρδαρά Mary Cardaras. Προλογίζει και συντονίζει ο Στρατής Μπουρνάζος.
Τα ξεχασμένα παιδιά του Ψυχρού Πολέμου
Η κάτοχος της Εδρας Κοραή στο King’s College του Λονδίνου, Γκόντα Βον Στην, μελετά και αναδεικνύει μια πτυχή της ελληνικής ιστορίας, εκείνη των διακρατικών υιοθεσιών, η οποία σπρώχνεται κάτω από το χαλί του μεγάλου εθνικού αφηγήματος
Ο Κωνσταντίνος Κ. ζει στο στο νησί Γκουάμ στο σύμπλεγμα της Μικρονησίας. Είναι αμερικανός πολίτης που ζει σε αυτή τη μη ενσωματωμένη περιοχή των ΗΠΑ στην άλλη άκρη του κόσμου αλλά έχει πάντα την Ελλάδα στο μυαλό του. Εδώ γεννήθηκε, στην Αθήνα συγκεκριμένα, από ελληνίδα μητέρα με καταγωγή από την Κρήτη, αλλά όταν ήταν 18 μηνών περίπου ταξίδεψε για την Αμερική με τους νέους, ελληνοαμερικανούς θετούς γονείς του. Είναι ένα από τα πολλά παιδιά που έκαναν παλιότερα αυτό το ταξίδι και είναι ένας από τους λίγους ενήλικες στα 53 του χρόνια πλέον ο οποίος κατάφερε να εντοπίσει τη βιολογική του μητέρα. Δεν παύει όμως να έχει πολλά ερωτήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους πήρε τέτοια τροπή η ζωή του όταν ήταν μικρούλης.
Η ιστορία του Κωνσταντίνου Κ. είναι μια μικρή παρένθεση ή ακόμα και ένας αστερίσκος που δεν θα βρείτε σε κανένα μεγάλο βιβλίο Ιστορίας και που η πλειονότητα των Ελλήνων δεν έχει καν ακούσει, τουλάχιστον σε όλη της την έκταση. Το κενό αυτό έρχεται να συμπληρώσει μια φλαμανδόφωνη βελγίδα, κάτοχος της Εδρας Κοραή στο King’s College του Λονδίνου η οποία αντικατέστησε το 2018 την επί τριακονταετίας κάτοχός της, Ρόντρικ Μπίτον. Η Γκόντα Bον Στην έγραψε το βιβλίο «Adoption, Memory and Cold War Greece» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός με τον τίτλο «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα: Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου»), το αποτέλεσμα μιας μακράς έρευνας που κράτησε οχτώ χρόνια, και ακόμα συνεχίζεται. Στο βιβλίο της η Βαν Στέεν μιλάει για τις υιοθεσίες που έλαβαν χώρα από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ και αργότερα την Ολλανδία, την περίοδο μετά τον Εμφύλιο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περίπου. Παιδιά τα οποία δόθηκαν για υιοθεσία συνήθως όχι με διαφανείς διαδικασίες, μια πτυχή της Ιστορίας που δεν συνιστά την πιο mainstream αφήγηση που γνωρίζει κάθε ελληνικό σπίτι. Σημειωτέων, η Γκόντα Βον Στην έχει καλύψει με την ερευνητική της δουλειά ένα μεγάλο ιστορικό φάσμα της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα ως τη δικτατορία. Ξεκινώντας από τον Αριστοφάνη σε κάθε της βιβλίο ερχόταν όλο και πιο κοντά στη σύγχρονη Ελλάδα, επιδιώκοντας κάθε φορά να βαδίζει σε μονοπάτια που δεν είχαν πατηθεί προκειμένου να προσκομίζει κάτι πρωτότυπο με την έρευνά της.
«Στην επίσημη καταγραφή της Ιστορίας της Ελλάδας η κοινωνική Ιστορία είναι μια μαύρη τρύπα. Για παράδειγμα το πώς παλεύει μετά τον εμφύλιο μια φτωχή οικογένεια ή πώς μια ανύπανδρη κοπέλα που μένει έγκυος δεν έχει καμία θέση στην κοινωνία. Κάπως με τραβάει το ξεχασμένο στην Ιστορία. Νομίζω ότι το τελευταίο βιβλίο προσθέτει κάτι που το έχουμε ξεχάσει ή δεν θέλουμε πολύ να το γνωρίζουμε ή το έχουμε δει στο ‘Πάμε πακέτο’ και το έχουμε ακούσει μέσα από φήμες και υπερβολές. Θέλω να μάθουμε την αλήθεια και αυτή να γίνει κίνητρο για μεγαλύτερη έρευνα και για να ανοίξει ένας διάλογος».
Το ενδιαφέρον της για αυτή την πτυχή της Ιστορίας ξεκίνησε εντελώς τυχαία όταν βρισκόταν ακόμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όταν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριδας στην Εδρα Ελληνικών Σπουδών Α. Ν. Κάσας και την προσέγγισε μέσω μέιλ ο εγγονός του Ηλία Αργυριάδη, ο οποίος ως γνωστόν είχε εκτελεστεί από στρατιωτικό απόσπασμα μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Νίκο Καλούμενο και Δημήτρη Μπάτση το 1952.
«Είχε γκουγκλάρει τις λέξεις adoptions, Greece, modern Greek studies και βρήκε το όνομά μου (σ.σ αυτός είναι ένας από τους άλλους λόγους που θέλει το όνομά της να γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες, Gonda Van Steen, για να μπορούν να τη βρίσκουν υιοθετημένοι Ελληνες και Ελληνίδες που αναζητούν τις βιολογικές οικογένειές τους). Η μητέρα του και η θεία του ήταν τα δυο κορίτσια του Αργυριάδη που το κράτος είχε στείλει στην Αμερική για υιοθεσία. Μου ζήτησε λοιπόν να τον βοηθήσω να μάθει περισσότερα για την υιοθεσία της μητέρας του γιατί δεν γνώριζε τίποτα και δεν μιλούσε ελληνικά. Εγώ που νόμιζα ότι γνωρίζω την ελληνική ιστορία είπα: ‘ναι θα βρω κάτι’. Βήμα βήμα ανακαλύψαμε το πολιτικό κομμάτι των υιοθεσιών γιατί προφανώς μετά τον εμφύλιο το ελληνικό κράτος κατάφερε να φύγουν τα ανεπιθύμητα ορφανά των κομμουνιστών με το πρόσχημα της υιοθεσίας. Στην περίπτωση του Αργυριάδη όπως και σε άλλες περιπτώσεις δεν ήταν μωρά, ορισμένα ήταν παιδιά ακόμα και δέκα ετών. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω ότι είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις. Προς το ‘55 αλλάζει το πολιτικό σκηνικό και τα περισσότερα παιδιά που δίνονται για υιοθεσία είναι από ανύπανδρες γυναίκες. Μια κοπέλα μένει έγκυος και οι γονείς της την διώχνουν, δεν έχει πού να πάει οπότε στην απελπισία της δίνει το παιδί. Αυτό γίνεται νόμιμα αλλά είναι μια νομιμότητα που προκύπτει από το να μην έχεις άλλες λύσεις. Από τα 4000 παιδιά που πήγαν στην Αμερική και αργότερα στην Ολλανδία τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 θα έλεγα ότι τα μισά τουλάχιστον είχαν γεννηθεί εκτός γάμου. Δεν γεννήθηκαν αναγκαστικά από φτωχές μητέρες, μπορεί να είναι και από αριστοκρατικές οικογένειες αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έπρεπε να μαθευτεί τίποτα για το παιδί. Σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ήταν ταμπού να κάνεις παιδί εκτός γάμου. Καταλαβαίνω ότι είναι μια πληγή που πολλοί Ελληνες δεν θέλουν να ξύνουν. Μου λένε: ‘δεν καταλαβαίνετε τι περάσαμε στον εμφύλιο, πολλές γυναίκες βιάστηκαν’. Τους λέω: ‘όχι, η Ελλάδα στέλνει παιδιά μέχρι το 1970. Οταν είσαι γεννημένος το ‘65 δεν είσαι παιδί του εμφυλίου, η μητέρα σου είναι’»
Γιατί τα παιδιά αυτά τελικά υιοθετούνταν συχνά με πολύ συνοπτικές διαδικασίες στην Αμερική. Ηταν μια συνθήκη που βόλευε αμφότερες πλευρές καθώς η Ελλάδα έχει τα παιδιά της «ντροπής» που δεν ξέρει τι να κάνει και η Αμερική από την άλλη ζει την εποχή του baby boom όπου πρέπει πάση θυσία να έχεις παιδί. «Είναι περισσότερο ένα φαινόμενο του Ψυχρού Πολέμου όπου οι Αμερικανοί δίνουν πολλά χρήματα, θέλουν εύκολες υιοθεσίες και η Ελλάδα θέλει να συνεργαστεί αν μη τι άλλο για να ξεπληρώσει ένα χρέος προς τη χώρα που την ευεργέτησε μετά τον πόλεμο. Αυτό το οικονομικό supply and demand σημαίνει ότι η Ελλάδα από το ‘55 και μετά δεν έχει κανένα κίνητρο για να κάνει κάτι ώστε να συμφιλιώνει καταστάσεις σε μια οικογένεια που έχει απορρίψει το εγγόνι της. Δεν έχει κίνητρο να σκέφτεται λύσεις γιατί υπάρχει σύστημα, υπάρχουν αιτήσεις και πληρωμές. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 είναι πολλές οι οικογένειες στην Ελλάδα που κάνουν αίτηση για παιδί αλλά δεν τους δίνουν. Γιατί είναι πολύ πιο βολικό το να έχεις συνέχεια συνάλλαγμα σε δολάρια».
Οι υιοθεσίες γίνονταν μέσω μεσαζόντων όπως μέσω της ελληνοαμερικανικής οργάνωσης ΑΧΕΠΑ (American Hellenic Educational Progressive Association) που συνεργαζόταν με βρεφοκομεία όπως εκείνο της Πάτρας. «Αυτό σημαίνει ότι πάρα πολλά παιδιά προέρχονταν από περιοχές γύρω από την Πάτρα, π.χ. από την Ναύπακτο. Oι μεσάζοντες καλλιεργούν την ανάγκη. Το κράτος δεν έχει κίνητρο να κάνει κάτι διαφορετικό γιατί αυτό το σύστημα λειτουργεί για τους πάντες δήθεν για το καλό του παιδιού. Τη δεκαετία του ‘60 άρχισε να αναλαμβάνει και το Μητέρα υιοθεσίες προς την Αμερική και την Ολλανδία αλλά τουλάχιστον με διαφορετικές διαδικασίες. Oι Ολλανδοί για παράδειγμα έπρεπε να έρθουν στην Ελλάδα και να γνωρίσουν τα παιδιά. Αρχισαν να γίνονται κάποιες προσπάθειες για να διορθώσουν αυτό που πήγαινε τόσο πολύ στραβά».
Οι αλλαγές που επήλθαν στην ελληνική κοινωνία οδήγησαν σταδιακά στην εξάλειψη του φαινομένου. «Αρχίζουν να αυξάνονται οι εκτρώσεις και από τη δεκαετία του ’80 είναι πλέον νόμιμες. Είναι λιγότερα τα παιδιά, είναι λιγότερη και η ντροπή του να είσαι ανύπανδρη μητέρα ενώ επιπλέον αυξάνονται οι υιοθεσίες μέσα στην Ελλάδα».
Τα τυχερά, «ορφανά» παιδιά που αναζητούν τη φωνή τους
Η συμβολή της Γκόντα Βον Στην στην καταγραφή αυτής της παραγνωρισμένης πτυχής της ελληνικής Ιστορίας πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τη συγγραφή του βιβλίου της. Η Βελγίδα με τα άψογα ελληνικά έχει γίνει ο φύλακας-άγγελος δεκάδων υιοθετημένων πάλαι ποτέ παιδιών που υιοθετήθηκαν στην Αμερική τις δεκαετίες ’50 και ’60, η δική τους «φωνή»
πάνω σε ένα θέμα στο οποίο η κάθε απόφαση, το κάθε αφήγημα για το τι έγινε ανήκε πάντα σε άλλους.
Αυτοί οι ενήλικοι εντελώς λανθασμένα αναφέρονται ως «ορφανά» παιδιά, κοινώς παιδιά των οποίων τουλάχιστον ο ένας από τους δυο βιολογικούς γονείς είχε πεθάνει, κάτι που βέβαια δεν ίσχυε αν και πολύ θα βόλευε στο εξειδανικευμένο και ρομαντικό τραγικό αφήγημα που προτιμούν να καταναλώνουν όσοι βλέπουν την υιοθεσία ως μια «διάσωση» πάντα προς μια καλύτερη ζωή η οποία λογίζεται ως μια αφετηρία δίχως προηγούμενα δεδομένα. Δίχως παρελθόν και ιστορία.
«Αυτό που τους πληγώνει είναι ότι όλα έγιναν πολύ πρόχειρα. Το κάθε παιδί που έστελναν στο εξωτερικό το θεωρούσαν τυχερό ό,τι κι αν γινόταν. Κι έπρεπε να το ακούει και μια ζωή ότι ήταν τυχερό. Κανείς δεν φρόντισε να έχει τα σωστά χαρτιά που θα το συνόδευαν στη νέα ζωή του. Εχουν λοιπόν ερωτήματα: Ηταν όντως ορφανά; Τους είπαν την αλήθεια; Και τελικά αν έπρεπε όντως να υιοθετηθούν έπρεπε να γίνει αυτό στην άλλη άκρη του κόσμου ή θα μπορούσαν να είχαν μείνει στην Ελλάδα και να βρίσκονται πιο κοντά στις ρίζες και στην κουλτούρα τους; Ολα αυτά τους απασχολούν όλο και περισσότερο με τα χρόνια. Αισθάνονται ότι κανείς δεν έκανε σωστό έλεγχο στις οικογένειες που πήγαν. Υπήρξαν πάρα πολλές προβληματικές οικογένειες, αφού τους είχαν απορρίψει οι κοινωνικοί λειτουργοί στην Αμερική και στράφηκαν προς την Ελλάδα καθώς εκεί δεν έπρεπε να αποδείξεις πολλά, αλλά κυρίως να έχεις λεφτά στην τράπεζα. Δεν υπήρχε σωστός έλεγχος, περίοδος παρακολούθησης. Ο μεσάζων έστελνε το παιδί και τελείωνε η ιστορία».
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη παράμετρος. Τα «χαμένα παιδιά» ζητούν την ελληνική υπηκοότητα και αυτή δεν τους δίνεται.
Βασικά ως ένα είδος αναγνώρισης των ριζών τους που κόπηκαν τόσο απότομα, αλλά και ως μια δυνατότητα να μπορούν να βρίσκονται σε επαφή με τη χώρα που γεννήθηκαν δίχως να θεωρούνται ξένοι. Αυτό είναι το μεγάλο παράπονο του Κωνσταντίνου Κ. ο οποίος θα ήθελε να ζήσει στην Κρήτη αλλά κάθε 90 μέρες πρέπει να πηγαίνει σε μια χώρα εκτός Σένγκεν προκειμένου να μπορεί να εισέλθει ξανά στη χώρα, βάσει του ισχύοντος καθεστώτος.
«Θεωρούν ότι είναι μια αναγνώριση από την Ελλάδα για ό,τι έχει συμβεί και δεν έπρεπε να γίνει σε πολλές περιπτώσεις. Μια αναγνώριση ότι είναι Ελληνες και ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν όλη τη γραφειοκρατία στα προξενεία για να μείνουν λίγο παραπάνω στη χώρα της καταγωγής τους, κάτι που είναι πολύ ταπεινωτικό. Ότι τελικά η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι αυτά τα παιδιά είναι δικό της αίμα. Στο κάτω κάτω στην Αμερική τα έστελνε με ελληνικά διαβατήρια. Καιρός δεν είναι να διορθωθεί αυτό; Εβδομήντα χρόνια έχουν περάσει»
https://www.tovima.gr/printed_post/ta-ksexasmena-paidia/

Τελευταία Ενημέρωση: Νοέμβριος 23, 2021

Σχόλια

Σχολιάστε

Απαντήστε

* Όνομα:
* E-mail: (Αδημοσίευτο)
   Website: (Url με http://)
* Σχόλιο: