Η ένοχη απόλαυση

Δημοσιεύτηκε από στο Τα Νέα μας, ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ την Ιούλιος 28, 2019 . 0 Σχόλια.

Για το βρετανικό wit έχω γράψει πάλι στο παρελθόν. Περισσότερο και από ένας απαράμιλλος συνδυασμός χιούμορ και γνώσης ή ένας απολαυστικός τρόπος έκφρασης, το wit είναι ένας τρόπος σκέψης –μια σχολή σκέψης από μόνο του, ασυμφιλίωτη εκ προοιμίου με κάθε μορφής σοβαροφάνεια και ιδίως την ακαδημαϊκή. Στην ελληνική πνευματική κοινότητα το να αστειευτείς με σοβαρά ζητήματα ηχεί ήδη ασυγχώρητα ιερόσυλο. Εδώ ένα κι ένα κάνουν δύο: για τα σοβαρά θέματα μιλάμε (και γράφουμε) σοβαρά, για τα αστεία θέματα μιλάμε (και γράφουμε) αστεία. Έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την εποχή του Αριστοφάνη που, εν καιρώ Πελοποννησιακού Πολέμου, αστειευόταν με καλαμπούρια που σήμερα αναμφίβολα θα έφεραν ανεξίτηλη τη στάμπα της «εθνικής προδοσίας», ώστε να μας φαίνεται πλέον πλήρως ακατανόητη μια κουλτούρα όπως η βρετανική που βρίσκει το κουράγιο –ακόμη πιο βλάσφημα, βρίσκει την… έμπνευση!- να αστειευτεί με τη δυστυχία ή με το πένθος. Αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς τους Νεοέλληνες θα χαμογελούσαν έτσι και αντίκριζαν, το εφιαλτικό καλοκαίρι του 1940, την επομένη ενός εισέτι ανηλεούς βομβαρδισμού της Λουφτβάφε, ένα σχεδόν ισοπεδωμένο εμπορικό κατάστημα του Λονδίνου, με αναρτημένη την επιγραφή: «Ανοιχτά τώρα και τα Σαββατοκύριακα!».
   Ο 42χρονος βρετανός συγγραφέας Μαρκ Φόρσαϊθ, ένας από τους πιο γνωστούς ερευνητές/σχολιαστές της αγγλικής γλώσσας, ακολουθεί πιστά την αφηγηματική παράδοση του wit –ενίοτε μάλιστα την εμπλουτίζει με σπαραχτικά ευτράπελους συνειρμούς που δοκιμάζουν τα όριά μας: έως πού αντέχουμε να αστειευτούμε; Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός η δική του «Σύντομη ιστορία της μέθης», μια πραγματεία που μάλλον την έγραψε διατελώντας «εν ευθυμία», σ’ εκείνο το κομβικό λεπτό σημείο που νιώθουμε την επίδραση του αλκοόλ χωρίς να έχουμε χάσει ακόμη τον έλεγχο. Ο Φόρσαϊθ προδίδει τις εικονοκλαστικές του προθέσεις από τις πρώτες κιόλας σελίδες, όπου ξεκαθαρίζει ότι σφάλλουμε εάν θεωρούμε πως η μέθη είναι μια αυστηρά… ανθρώπινη υπόθεση: «Προτού γίνουμε άνθρωποι, ήμασταν πότες. Το αλκοόλ προκύπτει με φυσικό τρόπο, κι αυτό συνέβαινε πάντοτε. Όταν ξεκίνησε η ζωή, πριν από περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, υπήρχαν μονοκύτταρα μικρόβια που κολυμπούσαν αμέριμνα στον αρχέγονο ζωμό τρώγοντας απλές ζάχαρες και εκκρίνοντας αιθανόλη και διοξείδιο του άνθρακα. Ουσιαστικά, ουρούσαν μπίρα». Ο άνθρωπος, στην κορυφή –τρομάρα του- της εξελικτικής αλυσίδας, δεν είναι παρά ένας… μεθυσμένος πίθηκος. «Ο Δαρβίνος πίστευε», σημειώνει ο Φόρσαϊθ, «ότι, αν ο άνθρωπος και ο πίθηκος αντιδρούν και οι δυο με τον ίδιο τρόπο στα επακόλουθα της μέθης, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σχετίζονται. Δεν ήταν η μόνη απόδειξη που είχε, αλλά μια αφετηρία για να αποδείξει ότι οι επίσκοποι ήταν πρώιμα θηλαστικά. Είναι επίσης ο πρόδρομος μιας πολύ πιο σύγχρονης θεωρίας για τη συγγένεια ανθρώπων και ζώων».
   Από την ώρα που ο άνθρωπος απογαλακτίζεται από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο κι ενστερνίζεται την υπέρτατη ύβρη ότι υπάρχει κάποιος Δημιουργός που τον έπλασε ξεχωριστά και κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του, η σχέση του με το αλκοόλ καθίσταται ασυγκρίτως πιο πολύπλοκη και πιο ενοχική. Για να το διατυπώσουμε όσο πιο απλουστευτικά γίνεται, με μια έκφραση του συρμού: το αλκοόλ είναι κάτι που αγαπάει να μισεί και κάτι που μισεί να αγαπάει. Οι πιο απάνθρωποι κατασταλτικοί/απαγορευτικοί νόμοι που σκαρφίζεται δεν μαρτυρούν παρά την ακόρεστη δίψα του για αλκοόλ, καθώς και την απόλαυση που αντλεί όποτε –έστω και προσωρινά- ξεδιψάει. Το δίπολο καταστολή/απόλαυση οδηγεί σε ακραία οξύμωρες καταστάσεις. «Ο Σουλτάνος Μουράντ Δ΄, που βασίλευσε από το 1623 έως το 1640», γράφει ο Φόρσαϊθ, «υιοθέτησε μια πιο αυστηρή προσέγγιση στο πρόβλημα του αλκοόλ. Περιπλανιόταν τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους της Ιστανμπούλ, μεταμφιεσμένος σε πολίτη, και σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια κάθε μουσουλμάνο τον οποίο έπιανε να πίνει. Ο Μουράντ Δ΄ ήταν ο ίδιος ένας απελπισμένος αλκοολικός, και ακόμα κι ένας μέτριος ψυχαναλυτής μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του». Αναμφίβολα το Κοράνι «σκληραίνει» τη στάση του με το πέρασμα του χρόνου –«οι εντολές που αφορούν το κρασί έγιναν πιο αυστηρές» - και το Χαντίθ που ακολουθεί, τουτέστιν η καταγραφή των ρητών του Μωάμεθ εκατό χρόνια αργότερα, είναι «εντελώς κατά του κρασιού• το απαγορεύει μάλιστα στην ιατρική και στην κατασκευή ξιδιού», αλλά η αμφιθυμία του μέσου μουσουλμάνου απέναντι στο αλκοόλ παραμένει αγιάτρευτη μέχρι τις μέρες μας. Ιδού πώς την διατυπώνει ο Μεντί Ντανεσμάντ, ένας Ιρανός μουλάς, εν έτει 2011: «Ακόμα και οι Δυτικοί δεν πίνουν αλκοόλ όπως εμείς. Βάζουν ένα ποτήρι κρασί και το ρουφούν. Εμείς εδώ βάζουμε ένα βαρέλι με βότκα τεσσάρων λίτρων στο πάτωμα και το πίνουμε μέχρι να γίνουμε τύφλα. Δεν ξέρουμε καν πώς να πίνουμε αλκοόλ. Τι άνθρωποι είμαστε! Είμαστε οι μετρ της υπερβολής και της σπατάλης».
   Με ξεχωριστή άνεση ο Μαρκ Φόρσαϊθ κινείται από τη μία γεωγραφική συντεταγμένη στην άλλη και από τη μία ιστορική περίοδο στην επόμενη. Οι Σουμέριοι πότες συνυπάρχουν με τους αρχαίους Αιγύπτιους, οι αρχαίοι Έλληνες με τους αρχαίους Ρωμαίους, οι Βίκινγκ με τους Αζτέκους -έως τους καουμπόηδες της Άγριας Δύσης, τους Ρώσους, τους Αυστραλούς και τον τελευταίο σπασμό της καταστολής στον χριστιανικό κόσμο, τα ζοφερά χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης. Σε κάθε σταθμό του ο Φόρσαϊθ αποδομεί και μια σειρά από στερεότυπα που εμείς εκλαμβάνουμε ως αλληλένδετα με τον εκάστοτε λαό/πολιτισμό, χρησιμοποιεί τη μέθη ως πυροφάνι για να φωτίσει τα ταμπού μας και την υποκρισία μας από μια απροσδόκητη ηθική γωνία. Παραθέτει χωρία από «ιερά κείμενα», όπως η Βίβλος ή από κλασικούς άραβες ποιητές, όπως ο Αμπού Νουβάς, για να μας ξεναγήσει σε καιρούς όπου το να πίνεις νερό ήταν σαφώς πιο επικίνδυνο για την υγεία σου από το να πίνεις ζύθο, όπου η μέθη ήταν μεγαλύτερο έγκλημα από την αιμομιξία ή την παιδεραστία και όπου έπρεπε να βγάλει το μάτι του εκείνος μάλλον που σκανδαλιζόταν παρά εκείνος που σκανδάλιζε. Από το «΄Επος του Γκιλγκαμές», γραμμένο τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν έως τη «Φάρμα των Ζώων» του Τζορτζ Όργουελ, δημοσιευμένη το 1945, η αντιδικία εάν το ποτό μάς φέρνει πιο κοντά στον Θεό ή στο Κτήνος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Στο πείραμα placebo που αναφέρει ο Φόρσαϊθ στην εισαγωγή του, αν προσφέρεις μπίρα χωρίς αλκοόλ δίχως να αποκαλύψεις ότι δεν περιέχει αλκοόλ, οι εθελοντές σου θα γίνουν αυτό που πιστεύουν εκ των προτέρων ότι θα γίνουν με την κατανάλωση αλκοόλ: επιθετικοί, θρήσκοι, λάγνοι, whatever… Διότι και το αλκοόλ δεν είναι παρά μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
   Πέτρος Τατσόπουλος, Τα Νέα, 27.7.2019

Τελευταία Ενημέρωση: Ιούλιος 28, 2019

Σχόλια

Σχολιάστε

Απαντήστε

* Όνομα:
* E-mail: (Αδημοσίευτο)
   Website: (Url με http://)
* Σχόλιο: