Με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο "Νευρο-Φυλές" του Στιβ Σίλμπερμαν (εκδόσεις Ποταμός, 2019).
1. Θα δίνατε τη συγκατάθεσή σας, σε κάθε περίπτωση, στην ανώδυνη συντόμευση της ζωής του παιδιού σας, εάν προηγουμένως ένας ειδικός το είχε διαγνώσει ως αθεράπευτα ηλίθιο;
2. Θα δίνατε τη συγκατάθεσή σας μόνο αν δεν μπορούσατε πλέον να φροντίζετε το παιδί σας, εάν π.χ. ήσασταν ετοιμοθάνατος;
3. Θα δίνατε τη συγκατάθεσή σας αν το παιδί σας υπέφερε από σοβαρή σωματική και ψυχική οδύνη;
4. Τι γνώμη έχει η γυναίκα σας για τις ερωτήσεις 1-3;
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΕΒΑΛΝΤ ΜΕΛΤΣΕΡ (1920)
Ακριβώς πριν από έναν αιώνα, στη Σαξονία, αυτό το ανατριχιαστικό ερωτηματολόγιο στάλθηκε προς συμπλήρωση σε διακόσιους πατέρες και άνδρες κηδεμόνες (προφανώς οι μητέρες και οι γυναίκες κηδεμόνες δεν κρίθηκε απαραίτητο να ερωτηθούν απευθείας). Συντάκτης των ερωτήσεων ήταν ο Έβαλντ Μέλτσερ (1869-1940), διευθυντής του Κρατικού Ασύλου Καταρίνενχοφ για μη εκπαιδεύσιμα καθυστερημένα παιδιά. «Οι ερωτήσεις ήταν διατυπωμένες προσεκτικά», γράφει ο Στιβ Σίλμπερμαν, «επειδή ο Μέλτσερ δεν ήταν σίγουρος πώς θα αντιδρούσαν οι γονείς σε μια στρατηγική μείωσης του βάρους της κοινωνίας που γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής ανάμεσα στους συναδέλφους του».
Κακώς, κάκιστα. Εάν γνώριζε εκ των προτέρων πώς θα αντιδρούσαν, θα ήταν και λιγότερο επιφυλακτικός με τη διατύπωση. Παρότι διαβεβαίωσε τους παραλήπτες ότι οι ερωτήσεις του ήταν «καθαρά θεωρητικές», η πλειονότητα των κηδεμόνων έδειξε να ενοχλείται αποκλειστικά από αυτό: από τον «θεωρητικό» χαρακτήρα των ερωτήσεων. «Θα ήταν καλύτερα αν δεν με είχατε ρωτήσει καθόλου, αν απλώς είχατε κοιμίσει το παιδί», απάντησε ωμά μια μητέρα –με την έγκριση του συζύγου της, εξυπακούεται. «Θα προτιμούσα να μην μας είχατε ενοχλήσει με την ερώτηση αυτή», υπερθεμάτισε μια άλλη• «αν αντί γι’ αυτήν είχαμε λάβει το νέο του ξαφνικού του θανάτου, θα το είχαμε αποδεχτεί». Ευλόγως ο Μέλτσερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς/κηδεμόνες των παιδιών με νοητική υστέρηση «θα ήθελαν να ελευθερωθούν οι ίδιοι και ίσως να ελευθερώσουν και το παιδί από το βάρος, θα ήθελαν όμως να το κάνουν με ήσυχη συνείδηση». Με άλλα λόγια, να κρατήσουν τα συνειδησιακά προσχήματα –παντού και πάντα τα προσχήματα!- αλλά και να απαλλαγούν από εκείνα τα πλάσματα, για τα οποία, ήδη από την ομηρική εποχή, υφίσταται μια δυσοίωνη έκφραση: άχθος αρούρης• το άχρηστο βάρος της γης.
Ο Έβαλντ Μέλτσερ ήταν ένας από τους πρώτους θερμούς θιασώτες της ευγονικής, σε μια μακρά αλυσίδα με κρίκους επιφανείς ψυχιάτρους, θεολόγους και ποινικολόγους –όπως τον Άλφρεντ Χόχε, τον Γιόζεφ Μέγιερ και τον Καρλ Μπίντινγκ- και κατάληξη τον μοιραίο αυστριακό με το γελοίο μουστάκι. Εάν όμως έτσι αποκτούμε την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια αυστηρά «γερμανική υπόθεση», κάνουμε λάθος. Ο ίδιος ο όρος της ευγονικής –«καλή γέννα», σημαίνει στην κυριολεξία- ήταν επινόηση του βρετανού Φράνσις Γκάλτον, ετεροθαλούς ξαδέλφου του Δαρβίνου, και, κατά τραγική ειρωνεία, διαδόθηκε με την ταχύτητα πυρκαγιάς στους αγγλοσαξονικούς επιστημονικούς κύκλους –τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες- ως «επιδιόρθωση» της δαρβινικής θεωρίας: το ανθρώπινο είδος «θα αποκτούσε τον έλεγχο του πεπρωμένου του αντί να επαφίεται στη σταδιακή διαδικασία της φυσικής επιλογής […] Ευγονική είναι η αυτοδιαχείριση της ανθρώπινης εξέλιξης». Ο Κάρολος Δαρβίνος αυτοπροσώπως δεν ήταν κατ’ αρχήν αντίθετος προς την ιδέα της «παρέμβασης» στην τυφλή εξελικτική διαδικασία• απεναντίας, όταν διάβασε την “Κληρονομική μεγαλοφυία”, το μανιφέστο ευγονικής του Γκάλτον, έσπευσε να του γράψει ενθουσιασμένος: «Δεν νομίζω να έχω ποτέ, σε ολόκληρη τη ζωή μου, διαβάσει κάτι πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο…».
Ο γιος του Δαρβίνου, ο Λέοναρντ, ήταν η αστραφτερή σελέμπριτι, τον Οκτώβριο του 1921, στο δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Ευγονικής, στη Νέα Υόρκη –σε μια μάζωξη όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η επιστημονική αφρόκρεμα της εποχής. «Οι εγγενείς ιδιότητες των πολιτισμένων κοινοτήτων εκφυλίζονται», διαπίστωσε ο Λέοναρντ, «και η διαδικασία θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια συνολικά καθοδική πορεία». Δεν θα μπορούσε να βρει πιο ευήκοα από τα ώτα των συνέδρων, κυνικών ρατσιστών που –όπως ο Χένρι Όσμπορν- ενστερνίζονταν την «αριστογένεση» ή «συνειδητή εξέλιξη» (ένα πρόπλασμα της θεωρίας για την ανωτερότητα της Άριας Φυλής) κι επείγονταν να «διαφωτίσουν την κυβέρνηση για την πρόληψη της εξάπλωσης και του πολλαπλασιασμού των ανάξιων μελών της κοινωνίας, την εξάπλωση της ηλιθιότητας, της βλακείας και όλων των ηθικών, διανοητικών, αλλά και σωματικών ασθενειών».
Ευήκοα ώτα υπήρχαν και από την άλλη μεριά του Ατλαντικού –και κάτι παραπάνω: αποφασισμένα να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη. Ο Αδόλφος Χίτλερ, μανιακός ημιμαθής βιβλιοφάγος (η πιο επικίνδυνη από τις πολιτισμικές επιμειξίες), είχε επηρεαστεί σφόδρα από το “Πέρασμα της μεγάλης φυλής” του αμερικανού Μάντισον Γκραντ, «ένα κράμα ρατσιστικής ψευδοεπιστήμης, αντιμεταναστευτικού παραληρήματος και αρχαιολογικών ανοησιών». Μόλις βρήκε λίγο ελεύθερο χρόνο ο Χίτλερ (έγκλειστος για εννέα μήνες στη φυλακή, την περίοδο 1923-1924, ύστερα από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπυραρίας» στο Μόναχο) υπαγόρευσε στον Ρούντολφ Ες τον “Αγώνα μου” και πρόσθεσε στα φληναφήματα του Γκραντ το δικό του αλατοπίπερο: «Το κράτος πρέπει να κηρύξει ακατάλληλους προς αναπαραγωγή όλους όσοι εμφανώς νοσούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή έχουν κληρονομήσει ασθένεια, και άρα μπορούν να τη μεταδώσουν, και να το κάνει πράξη […] Όσοι είναι σωματικά ή ψυχικά άρρωστοι και ανάξιοι δεν πρέπει να διαιωνίζουν την οδύνη τους στο σώμα των παιδιών τους». Μπορεί να μην το είχε πάρει ακόμη χαμπάρι η ανθρωπότητα –η πρώτη έκδοση του “Αγώνα μου” πούλησε ελάχιστα αντίτυπα- αλλά είχε ήδη ανοίξει το πιο απάνθρωπο κουτί της Πανδώρας.
Αντλούμε όλα τα παραπάνω στοιχεία από ένα εκπληκτικό βιβλίο: τις “Νευρο-φυλές” (εκδόσεις Ποταμός, 2019) του αμερικανού ερευνητή δημοσιογράφου Στιβ Σίλμπερμαν, με τον κάπως αινιγματικό για το ευρύ κοινό υπότιτλο “Το κληροδότημα του αυτισμού & το μέλλον της νευρο-διαφορετικότητας”. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα αφηγηματικό επίτευγμα. Μια σαγηνευτική κατάδυση στην ιστορία εκείνων που «σκέφτονται διαφορετικά» -των ανηλεών διωγμών που υπέστησαν (ιδίως κατά τον αιμοσταγή εικοστό αιώνα) μέχρις ότου αναγνωριστεί στις ημέρες μας η «διαφορετικότητά» τους και η μοναχική διαδρομή ορισμένων από αυτούς –όπως του Χένρι Κάβεντις- στα πιο απρόσιτα μονοπάτια της επιστήμης. «Αποτυπώνοντας τις εφήμερες νιφάδες του μυαλού του στην παγκόσμια γλώσσα των μαθηματικών», σημειώνει ο Σίλμπερμαν για τον αυτιστικό νομπελίστα Πολ Ντιράκ, «ο άνθρωπος αυτός που έβρισκε τόσο κοπιαστική την επικοινωνία [με τους συγχρόνους του] διευκόλυνε όλους τους άλλους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους». Ταυτόχρονα ο Σίλμπερμαν παρακολουθεί και καταγράφει τους αυτιστικούς και τους οικείους των αυτιστικών στον καθημερινό τους Γολγοθά, όχι μονάχα κόντρα στις προκαταλήψεις, αλλά και στους εμπόρους ψεύτικων ελπίδων.
Petros Tatsopoulos