Του Σεφέρη έχουμε καταρχάς, εννοείται, τα ποιήματά του και ύστερα έχουμε τα δοκίμια και τα ημερολόγια, τα πεζά και τις επιστολές του, τις μεταφράσεις και τις φωτογραφίες του. Σε αντίθεση όμως με άλλους ποιητές της ίδιας εποχής, όπως ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος που πρώτοι-πρώτοι μού έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε, εύκολα προσβάσιμες τουλάχιστον, δικές του συνεντεύξεις. Με την εξαίρεση δύο μόνο, της συζήτησής του, το 1968, με τον μεταφραστή Έντμουντ Κίλι και της συνομιλίας του, το 1971, με τη δημοσιογράφο Ανν Φιλίπ. Αν για τον απλό αναγνώστη μια τέτοια έλλειψη αποτελεί, κάποτε, αιτία θλίψης και για τον μελετητή, ώρες-ώρες, λόγο απελπισίας, είναι εύκολο να φανταστούμε τι συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει η σπάνις συνεντεύξεων του Γιώργου Σεφέρη σε ένα δημοσιογράφο που αγαπά την ποίησή του.
Τέτοια είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, η περίπτωση της Μαρίας Χούκλη, κι αυτό είναι πιθανότατα το κίνητρο που την ώθησε να κατασκευάσει μια φανταστική συνέντευξη με τον Γιώργο Σεφέρη. Η επιθυμία της να μάθει πώς είναι ο ποιητής αυτός ως άνθρωπος, τι του αρέσει, πώς σκέφτεται, ποιες είναι οι αγωνίες του και ποιοι οι φίλοι. Τι έμαθε από τη ζωή που έζησε και τι έχει να μας διδάξει για τη ζωή που ζούμε εμείς σήμερα. Ένα εγχείρημα αυτού του είδους με δύο τρόπους μόνο θα μπορούσε να υλοποιηθεί: είτε μέσω της μυθοπλασίας, που σημαίνει ο σημερινός συγγραφέας να οικειοποιηθεί την προσωπικότητα και τη φωνή του Σεφέρη και να επινοήσει τις απαντήσεις που θα έδινε ο ποιητής στις ερωτήσεις που θα του ετίθεντο, είτε να αλιεύσει μέσα από τα υφιστάμενα γνωστά μας κείμενα του Σεφέρη τις απαντήσεις που ζητάει.
Αυτό το δεύτερο είναι που έκανε η Μαρία Χούκλη στο βιβλίο της «Καλησπέρα σας, κύριε Σεφέρη», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός, στον πρόλογο του οποίου δηλώνει μάλιστα πως δεν γνωρίζει πια αν είναι ο Σεφέρης αυτός που της έδωσε τις ερωτήσεις ή αν εκείνη βρήκε τις απαντήσεις στα κείμενά του. Πιθανότατα βέβαια συνέβησαν και τα δύο: έχοντας η δημοσιογράφος κάποιες απορίες στον νου της, έσκυψε στα κείμενα του ποιητή για να γυρέψει τις απαντήσεις και, ταυτόχρονα, καθώς διάβαζε ξανά και ξανά τα βιβλία του Σεφέρη, βρήκε απαντήσεις και σε ερωτήσεις που, ενδεχομένως, δεν τις είχε σκεφτεί. Όπως συμβαίνει δηλαδή με την πράξη της ανάγνωσης κάθε βιβλίου από οποιονδήποτε αναγνώστη: το διαβάζουμε για να ανακαλύψουμε αυτό που ζητάμε, αυτό που νομίζουμε πως έχει να μας προσφέρει το συγκεκριμένο ανάγνωσμα —τη συγκίνηση, τη γνώση, την ηδονή, τον τρόμο—, αλλά συχνά βρίσκουμε και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν μας είχαν περάσει από το μυαλό να τα αναζητήσουμε.
Στη συνέντευξή της με τον Γιώργο Σεφέρη, η οποία τοποθετείται στην Καβάλα, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, ή ίσως στη Θάσο, και συμβαίνει στις μέρες μας, η Μαρία Χούκλη ρωτά τον ποιητή για τη θάλασσα, για τη Σμύρνη των παιδικών του χρόνων, για τον φανατισμό, την ελευθερία και την ευθύνη του δημιουργού, για την πολιτική και τις μεγάλες πολιτείες στις οποίες έζησε, την Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, την Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ. Τον ρωτά για την κυπριακή του εμπειρία, για την ποίηση και τη γλώσσα, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Έλιοτ, για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, για τη μουσική, για τη δικτατορία, για την ελευθερία και τη μοναξιά, για το θαύμα, για τις αγωνίες των χρόνων μας.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, amagi.gr, 9.4.2016
Το καλάθι σας είναι άδειο!