Ο Βαλτής διηγείται την επιβίωση και τη σύγκρουση με τη θνητή μας φύση με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά χωρίς καθόλου βάρος.
Extra ball, για όσους δεν γνωρίζουν απ’ αυτά, είναι η έξτρα μπίλια που κερδίζει κάποιος στο φλιπεράκι. Ένα «κανονάκι», μια δεύτερη ζωή. Είναι και ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του Γιάννη Βαλτή, τον οποίο νόμιζα ότι δεν γνώριζα. Φωτογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός στη διαφήμιση, ήταν και ο εμπνευστής της διαδικτυακής καμπάνιας «Μακάρι Μπουτάρη» για την υποστήριξη της υποψηφιότητας του δημάρχου Θεσσαλονίκης. Αυτή την καμπάνια την γνώριζα. Και μέσω αυτής, το πνεύμα και τη στάση του δημιουργού της.
Ξεκινώντας την ανάγνωση αυτών των είκοσι οκτώ κειμένων, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ: διαβάζω λογοτεχνία ή μια μαρτυρία; Τα τελευταία χρόνια, που η αυτομυθιστορία έχει αποκτήσει δικό της ράφι στην κατηγορία της μυθοπλασίας, τα σύνορα ανάμεσα στη δημιουργία φανταστικών ηρώων, alter ego και έκθεσης του γυμνού εαυτού έχουν καταργηθεί. Άλλωστε ο αφτιασίδωτος, ειλικρινής πυρήνας ενός ανθρώπου είναι πάντοτε μια ηρωική φιγούρα και απαιτείται ηρωισμός για να μπορέσει κανείς να τον αντικρίσει, πόσο μάλλον για να τον εκθέσει στα μάτια όλων. Δεν είναι όμως δεδομένο ότι ο κάθε δημιουργικός άνθρωπος μπορεί με άνεση και χάρη να μεταπηδά από το ένα είδος εκφραστικού μέσου σε ένα άλλο –από την εικόνα στη γραφή, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στα κείμενα του Βαλτή, που και χάρη διαθέτουν και δύναμη, η σχέση του με την κινηματογραφική αφήγηση είναι εμφανέστατη. Σε πολλά από αυτά ο αναγνώστης παίζει στο μυαλό του την ταινία όσο διαβάζει, μια ταινία με πλάνα σφιχτά και αποτελεσματικά, όπου δεν περισσεύει τίποτα. Όπως συμβαίνει πάντα με την καλή λογοτεχνία, αυτό που μετράει δεν είναι η πρωτοτυπία της κάθε ιστορίας, αλλά το βλέμμα του αφηγητή της, η θερμοκρασία που καταφέρνει να μεταδώσει, η μετουσίωση του προσωπικού σε καθολικό. Τι πυροδότησε αυτή την ανάγκη αλλαγής εκφραστικού μέσου; Μια διάγνωση, και μια μακρά περίοδος θεραπείας. Η καρδιά της ασθένειας χτυπά κάτω από τις διηγήσεις αυτές, αλλού σε πρώτο πλάνο και αλλού υπόγεια και μυστικά. Χωρίς κανένα συναισθηματισμό, φορτισμένο λυρισμό και αυτολύπηση. Αντίθετα, η συγκίνηση εδώ, ποτέ εκβιαστική, πηγάζει από μια ψυχραιμία που αγγίζει κάποιες φορές τα όρια του κυνισμού, ακριβώς επειδή έτσι είναι η ζωή. Αυτό που εντυπωσιάζει, και σε κάνει να σκύψεις με μεγάλη προσοχή πάνω από αυτά τα αφηγήματα, είναι η παντελής απουσία προσποίησης και διάθεσης λογοτεχνίζουσας εξομολόγησης. Ο Βαλτής παίρνει τις αποστάσεις του από τη χαρωπή «θετική ενέργεια» και τον θρίαμβο του survivor, και διηγείται την επιβίωση και τη σύγκρουση με τη θνητή μας φύση με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά χωρίς καθόλου βάρος. Όλα όσα στα χέρια κάποιου άλλου θα μπορούσαν να μετατραπούν σε ανάγνωσμα ασήκωτο και ασφυκτικό, εδώ κινούνται στις ράγες ενός λεπτού χιούμορ, όχι αυτού που σε κάνει να σκας στα γέλια αλλά αυτού που σώζει, κάθε μέρα, τη ζωή από την απελπισία. Και δίνει τη μεγαλύτερη παρηγοριά, με το βλέμμα στραμμένο στους ανθρώπους, στους φίλους, σε μια τυχαία συνάντηση, σ’ ένα καλό φαγητό, σε μια γάτα. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς διακηρύξεις και μεγάλες αποφάσεις, η τρυφερότητα της καθημερινότητας δημιουργεί κατ’ επανάληψη τις απαραίτητες ρωγμές σ’ αυτά τα κείμενα, είτε καλύπτουν μερικές σελίδες είτε, όπως στο «Δύο κόσμοι», δύο σειρές: «Αρμενίζω στο σύμπαν. Παλιά ήξερα και πώς λειτουργεί, τώρα δε με νοιάζει. Μόνο παίζω».
Γιατί, στο κάτω-κάτω, το extra ball στο φλιπεράκι της ύπαρξης είναι ακριβώς αυτό που λέει το όνομά του. Μια έξτρα μπίλια, που θα αμοληθεί για να ακολουθήσει την ίδια, περίπου, διαδρομή με όλες τις υπόλοιπες, με την ελπίδα να χτυπήσει όλα τα σωστά σημεία, αλλά χωρίς καμία βεβαιότητα ότι απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν δεδομένη θα τα καταφέρει.
της Mυρσίνης Γκανά, The Greek Report τ.17, 2.12.2016
Το καλάθι σας είναι άδειο!