Γράμμα από την Ασλί Ερντογάν. Οι εκδότες και συνεργάτες της Aslı λάβαμε τις προάλλες μια επιστολή-σπάραγμα ημερολογιακών καταγραφών της χρονιάς που τελειώνει, από την συγγραφέα που εξακολουθεί να ζει εξόριστη στη Γερμανία:
"Ημερολόγιο
Μέσα Ιουνίου: Βρίσκομαι εδώ, πίσω από τη τζαμαρία, τη νύχτα, στην άκρη ενός ατελείωτου διαδρόμου νοσοκομείου… «Πανόραμα», την αποκαλούν, ετούτη την θέα στον κόσμο η οποία προσφέρεται στους ασθενείς που μπορούν ακόμα να περπατήσουν, μεγάλα τζάμια άψογης διαφάνειας που βλέπουν σε έναν «εξωτερικό κόσμο» όλο μελλοντικές υποσχέσεις και αφυπνισμένη μνήμη, παράθυρα που δεν ανοίγουν ούτε ένα χιλιοστό. Έξω, καταιγίδα. Τα ουρλιαχτά του ανέμου σκεπάζουν τους οικείους θορύβους του νοσοκομειακού διαδρόμου – κρίσεις βήχα, βήματα βαριά, ασθενικά, κουτσά, θραύσματα απ’ τις τηλεοράσεις, ένα κουδούνι που καλεί απελπισμένα την νοσοκόμα –, παρασύρουν τη νύχτα στα δικά της βάθη, στην άβυσσο, στα μυστικά της ερέβη. Για πρώτη φορά εδώ και πέντε μήνες, κοιτάζω το Βερολίνο αναζητώντας μια εικόνα για να την πάρω μαζί μου. Η πόλη κι εγώ, πρόσωπο με πρόσωπο ένθεν κακείθεν μιας τεράστιας τζαμαρίας που δεν ανοίγει, κοιταζόμαστε άλαλες και καχύποπτες. Και σε αυτό το διπλό βλέμμα, το κλειστό σε όλες τις εκκλήσεις, σε όλες τις υποσχέσεις, απελπιζόμαστε και η μία και η άλλη λίγο πιο πολύ… Η βουβή γρανιτένια κατατομή της πόλης εξαφανίζει την καχεκτική μου μορφή, όπως εξαφανίζουμε έναν λεκέ. Βουτηγμένη στη νύχτα που δεν σ’ αφήνει να ονειρευτείς άλλο τόπο, άλλο χρόνο, τη νύχτα που κλείνει τη δίοδο σε όλες τις λέξεις… Περπάτησα, περπάτησα, διέτρεξα τους μακρείς δυστυχείς διαδρόμους της μοίρας, για να ακινητοποιηθώ μπροστά σ’ έναν γυάλινο τοίχο. Κατακλυσμοί, υδροστρόβιλοι, άκρη του κόσμου… Είναι πια πολύ αργά, για κάποιο αφήγημα όπου η ζωή συναντά τη διαδρομή μου, όλα είναι τόσο θολά… Το περιστέρι που δραπετεύει από τούτον τον ύστατο κατακλυσμό δεν κουβαλάει κανένα κλαδάκι ελιάς στο ράμφος του.
Γενάρης: έπειτα από ένα φθινόπωρο στο νοσοκομείο, γεμάτο ιατρικές εξετάσεις, κλπ, έχοντας κάπως συνέλθει, εγκαθίσταμαι στο Βερολίνο, με τέσσερις μήνες καθυστέρηση. Στη Γενεύη παίζεται Η απαγωγή από το Σεράι του Μότσαρτ βασισμένη στο κείμενο του Θαυμαστού Μανδαρίνου σε σκηνοθεσία του Luk Perceval. Πρώτο ταξίδι ύστερα από μήνες! Ίσως ο δρόμος που θα με επαναφέρει στη γραφή, ακόμα και χωρίς ζωή, να περνάει από αυτή την πόλη όπου έγραψα τα δύο πρώτα μου βιβλία! Τις δύο τελευταίες μέρες στη Γενεύη, με θέτουν υπό αστυνομική προστασία, εξαιτίας απειλών για τη ζωή μου.
Φεβρουάριος: η δικαστική απόφαση για τη δίκη μου, που διαρκεί εδώ και τρεισήμισι χρόνια πρόκειται να εκδοθεί στη διάρκεια του τρέχοντος μηνός. Ο εισαγγελέας ζητάει εννέα χρόνια. Στην αναμονή μιας είδησης που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω μόνη μου, φεύγω για το Παρίσι.
Ημέρα του Αγίου-Βαλεντίνου: ΑΘΩΩΘΗΚΑ!!! Όταν μαθαίνω την απόφαση, καθισμένη πλάι σε έκπληκτους αστυφύλακες, κλαίω σαν μωρό παιδί, για αρκετά λεπτά της ώρας. Σε ένα καφέ, στην πλατεία Saint-Sulpice, κλαίω. Καθώς συγκεκριμενοποιείται η ευτυχία μου μετατρέπεται σταδιακά σε θλίψη ή το αντίθετο…
Σχέδια, προγράμματα… Στο τέλος του μήνα, κυκλοφορούν Η κοκκινοσκουφίτσα πόλη στην Ιταλία, το Ρέκβιεμ για μια χαμένη πόλη στη Γαλλία, όπου και μεταφράζεται για πρώτη φορά, το Σπίτι από πέτρα, στην Ισπανία. Τρείς μήνες με ταξίδια μεταξύ Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας! Βλέπω τον κόσμο να ανοίγεται ξαφνικά σε μένα, που επιστρέφω σαν τον Λάζαρο από τους νεκρούς…
Μάρτιος: ΠΑΝΔΗΜΙΑ! Την τελευταία μέρα πριν από τον εγκλεισμό, πηγαίνω εσπευσμένα στο κομμωτήριο, επισκέπτομαι το μουσείο του Ολοκαυτώματος. Οι μάσκες και το χαρτί τουαλέτας έχουν εξαφανιστεί. Όλα τα προγράμματα ακυρώθηκαν. Ο Ισπανός εκδότης αναβάλλει την έκδοση του βιβλίου. Η Κοκκινοσκουφίτσα πόλη, περιμένει, σαν νεκρό νεογέννητο, να θαφτεί στα κλειστά βιβλιοπωλεία του Μιλάνου.
Ο φόβος και η αγωνία με πλακώνουν, αργότερα απ’ το αναμενόμενο βέβαια, αλλά σφοδρά, αμείλικτα. Ο εφιάλτης αρχίζει.
1η Απριλίου: ο γιατρός στον οποίο πήγα για έναν έλεγχο ρουτίνας, αρχίζει ξαφνικά να πανικοβάλλεται. Πυρετός. Το πρωί, μετά από μια εφιαλτική νύχτα, για πρώτη φορά δεν μπορώ να αναπνεύσω. Ασθενοφόρο.
2 Απριλίου: Νοσοκομείο. Το πρόβλημα: σε ένα μη αναμενόμενο σημείο, στην καρδιά μου, την οποία πάντοτε εμπιστευόμουν…
Κυριακή βράδυ, πολύ αργά. Μου τηλεφωνεί η μητέρα μου. Σε πανικό… Στον οίκο ευγηρίας όπου διαμένει, είναι όλοι υποχρεωμένοι να κάνουν ένα τεστ.
Τρείς μέρες αργότερα: ο τόνος της μητέρας μου στο τηλέφωνο, ήρεμος, μετρημένος. Υπερβολικά ήρεμος… Λέει ότι τα αποτελέσματα των τεστ δεν είναι ακόμη διαθέσιμα. Την ξέρω καλά, αυτή τη φωνή που έχει υπερβεί το φράγμα του φόβου και της αγωνίας, κι εγώ, τη μέρα που επρόκειτο να με συλλάβουν έκανα ένα βήμα πέραν του φόβου, ήμουν ξαφνικά ήρεμη, πολύ ήρεμη, όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Και τώρα, ακόμα κι από το τηλέφωνο, μπορώ να αναγνωρίσω τις φωνές των διαδρόμων του νοσοκομείου (ή της φυλακής)…
Η μητέρα μου στο νοσοκομείο, αισθάνομαι πως από την αγωνία θα χάσω το μυαλό μου.
Επόμενη εβδομάδα: ο τύπος καταπιάνεται με το σκάνδαλο. Πενήντα περίπου γυναίκες από τον οίκο ευγηρίας επιβιβάζονται δια της βίας σε ένα λεωφορείο, μια Κυριακή βράδυ, για να οδηγηθούν στο νοσοκομείο. Λιποθυμίες, φωνές, ουρλιαχτά, αντίο… Η μητέρα μου είναι μια από αυτές τις γυναίκες που σέρνουν στο νοσοκομείο, περνάει το πρώτο βράδυ, σε έναν κατάμεστο διάδρομο, στοιβαγμένη ανάμεσα στους άλλους. Σε διάστημα λίγων ημερών τους υποβάλουν όλους σε τεστ, κι έπειτα όλος αυτός ο κόσμος απελευθερώνεται μονομιάς ή μάλλον πετιέται στον δρόμο. Ο οίκος ευγηρίας, επικαλούμενος δικαίως τον κίνδυνο μόλυνσης στο νοσοκομείο, αρνείται την επιστροφή σε μια δωδεκαριά γυναίκες, μεταξύ των οποίων και στη μάνα μου.
Μάιος: φόβος, αγωνία, κατάθλιψη, αυπνίες… Ντοκιμαντέρ, YouTube, συσκέψεις μέσω Zoom. Η άνοιξη είναι ήδη εδώ, δεν βρίσκω όμως τον παραμικρό λόγο να βγω από το σπίτι. Και πάλι νοσοκομείο…
Μέσα Ιουνίου: τέσσερις γιατροί, ο επικεφαλής της κλινικής και οι βοηθοί του, μπαίνει στο δωμάτιο μου, με πρόσωπο αυστηρό και αποφασισμένο. Κατάλαβα… Η διάγνωση έγινε. Πάσχω από μια αυτοάνοση ασθένεια που δεν θεραπεύεται, μια από τις σπανιότερες που υπάρχουν. Πολύ σπάνια, πολύ βίαιη… Παρά την πανδημία, πρέπει επειγόντως να εξασθενίσουν το ανοσοποιητικό μου σύστημα, πρέπει να ξεκινήσω την ίδια κιόλας μέρα, χημειοθεραπεία… Τα μάτια μου πλημμυρίζουν δάκρυα, «είμαι εξορία», ψελλίζω ως μοναδική απάντηση… Όλοι καταλαβαίνουν αυτό που έχω καταλάβει: την οριστικότητα αυτής της εξορίας, το αδύνατο της επιστροφής… Στην επόμενη όμως φράση, κανείς εκτός από μένα δεν μπορεί να προσδώσει κάποιο νόημα: Μπορεί όμως να πάω στο Παρίσι. Κάποια ερωτική υπόθεση, θα σκέφτηκαν.
Σε ποιον θα μπορούσα να το εξηγήσω; Σε αυτή την πόλη είναι που αθωώθηκα για πρώτη φορά, εκεί είδα όλες τις πόρτες να ανοίγουν ξαφνικά μπροστά μου, εκεί έκλαψα με τα δάκρυα του Λαζάρου, σε ένα καφέ στην πλατεία του Saint-Sulpice. Για πρώτη και τελευταία φορά.
Το βράδυ, στους κήπους του νοσοκομείου. Πίσω από τα κάγκελα ένα ελικόπτερο απογειώνεται, οι πιλότοι χαιρετούν μια γυναίκα, η οποία καταλαβαίνουμε ότι είναι άρρωστη, καταδικασμένη… Ανοίγω τις παλάμες κι ελευθερώνω όλα τα περιστέρια που επέζησαν του κατακλυσμού, προς την ανατολή, στον ορίζοντα, προς τον ορίζοντα της επιστροφής.
Υ.Γ. αρκετούς μήνες μετά την πάροδο της προβλεπόμενης νομικής διορίας, καταπατώντας κάθε στοιχειώδη έννοια δικαίου, η δίκη μου στην Κωνσταντινούπολη την οποία έχει αναλάβει άλλος εισαγγελέας, ξαναρχίζει.
Ασλί Ερντογάν"
[Το κείμενο το λάβαμε γαλλικά και το απέδωσε στα ελληνικά ο Spyros Yannaras]
Το καλάθι σας είναι άδειο!