Υπάρχουν πάντοτε ποιητές που αδιαφορούν για τη θολή έννοια της ποιητικότητας, αδιαφορούν για τα μεγάλα οράματα, καταφάσκουν στην απλή καταγραφή του χρόνου μας. Ο Θωμάς Γκόρπας (1935-2003) υπήρξε (και εξακολουθεί να υπάρχει μέσω του έργου του) εραστής του σαρκικού σαρκαστικού, υπό την έννοια ότι κατέγραψε όσα ο άνθρωπος ζει, βλέπει, ακούει, αγγίζει, γεύεται και λέει, με τον παράδοξο τρόπο των ποιητών που δεν χαρίζονται σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα. Καταγραφέας της Αθήνας –της δικής του και των άλλων–, προσωπικός ψιθυριστής όσων παραβλέπουμε, ποιητικός οδηγητής για να μην παίρνουμε στα σοβαρά κανέναν και τίποτα (κυρίως τον εαυτό μας), ο Θωμάς Γκόρπας είναι εκείνος που κάθε λέξη του είναι ένα πυροτέχνημα που ξεχύνει το μαύρο φως του αγνού χιούμορ. Δημιούργησε «σχολή» που μπορεί να συνταιριάξει την επώδυνη κατανόηση του κόσμου με την ειρωνική μετουσίωσή του σε ποιητική τέχνη· την αγωνιώδη προσπάθεια για επιβίωση με την πολεμική εναντίον της σοβαροφάνειας· κι όλα αυτά, με την καλοσύνη του ποιητή, που θέλει να επισημάνει, άλλοτε άτσαλα κι άλλοτε με τον σεβασμό που επιβάλλουν τα πράγματα. Ο Γκόρπας ήταν ο πρώτος που εκπροσώπησε, το 1979, την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ, στην Ιταλία. Ζώντας στα όρια της καθημερινότητας, ζώντας τα όρια, συμμετέχοντας σε ομάδες πρωτοπορίας, σε άλλες που προωθούσαν το λαϊκό τραγούδι, κληροδότησε το σαρκαστικό «ευαγγέλιο» του καθημερινού. Ηταν εκείνος που έγραψε το περίφημο ποίημα-βεγγαλικό «Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε»: «Οι μισοί Ελληνες γράφουν ποιήματα – οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα». Η συγκεντρωτική επανέκδοση του έργου του από τις εκδόσεις Ποταμός είναι η κοινωνική και υπαρξιακή βιογραφία μας· η κληρονομιά του, δικός μας οδηγός κατανόησης του εαυτού μας και των άλλων. Γράμμα τρυφερής επιθετικότητας σταλμένο από το δικό του περιθώριο.
του Δημήτρη Αθηνάκη, www.kathimerini.gr, 19.12.2015
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ