Η Μαριάνε, η Υδρα και ο έρωτας με τον Κοέν

Δημοσιεύτηκε από στο Τα Νέα μας την Ιούνιος 14, 2015 . 0 Σχόλια.

So Long, Marianne», το υπέροχο τραγούδι που ο Λέοναρντ Κοέν έγραψε για τη Μαριάνε Ιλέν (φωτ., με τον γιο της Αξελ), την οποία ερωτεύθηκε στην Υδρα. Πρόκειται για τραγούδι αποχαιρετισμού. «Οταν το έγραφα», έχει εξομολογηθεί ο Κοέν, «δεν καταλάβαινα ότι με αυτό το τραγούδι την αποχαιρετούσα, αυτό έκανα όμως...».
Η Μαριάνε Ιλέν, η γυναίκα που ενέπνευσε το «So Long Marianne» του Λέοναρντ Κοέν και συνδέθηκε μαζί του ερωτικά στα χρόνια της Υδρας, στέκεται απέναντί μου σ’ ένα καφέ στο λιμάνι του νησιού, όμορφη, θελκτική και ανθρώπινη περιμένοντας –με μια υποψία ανησυχίας– τις ερωτήσεις μου. Δεν ήρθα με ερωτήσεις, την καθησυχάζω βγάζοντας τα γυαλιά ηλίου μου. Ηρθα μόνο με μια τσάντα κι ένα απόσπασμα βιβλίου στο μυαλό μου. Γελάει ανακουφισμένη. «Τι καλά», μου λέει και βυθίζεται στην καρέκλα της. Της εξηγώ πως το απόσπασμα που θα μοιραστώ μαζί της ανήκει σε μια 87χρονη Αυστραλή συγγραφέα, την Ελίζαμπεθ Χάροουερ.
Θερμοπύλες
Γράφει η Χάροουερ: «Μια γυναίκα μπορεί να συναντήσει, σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής της, μια τσιμεντένια πυραμίδα στη μέση του δρόμου. Είναι συνήθως ένας άνθρωπος ή και περισσότεροι. Η γυναίκα είναι ικανή να κάθεται εκεί πεπεισμένη ότι είναι αδύνατον να προχωρήσει, ώσπου τελικά η πυραμίδα μετατρέπεται στις προσωπικές της Θερμοπύλες. Το εμπόδιο αυτό ίσως να συμβάλει στη διαιώνιση του είδους, το τίμημά του όμως είναι βαρύ. Εκείνο που κάνει τους άνδρες ανώτερους είναι το ότι –οι περισσότεροι– δεν σταματούν να λειτουργούν για πάντα, εξαιτίας ενός άλλου ανθρώπου. Στερούνται αυτού του έμφυτου μειονεκτήματος και είναι τυχεροί». Η Μαριάνε γελάει δυνατά. «Πόσο αληθινό είναι αυτό», λέει βγάζοντας τα σκούρα γυαλιά της. «Εγώ σκαρφάλωσα την πυραμίδα αυτή, έπεσα κάτω και μετά προχώρησα». Μένουμε σιωπηλές για λίγο. Εγώ από σεβασμό κι εκείνη για τους δικούς της λόγους. Εχει μόλις φτάσει το μεσημεριανό δελφίνι στο λιμάνι της Υδρας και η σιωπή μας καλύπτεται από τους ήχους του πλήθους.
«Είδα το “Παιδί και το δελφίνι” στο θεωρείο ενός σινεμά στο Οσλο τη δεκαετία του ’50 και σκέφτηκα, να ένα μέρος που δεν θα πάω ποτέ. Και να ’μαι», λέει, κι εκείνο που μου κάνει πιο πολύ εντύπωση απ’ τις συμπτώσεις της ζωής, είναι που τα μάτια της –γαλάζιο του πάγου και του ουρανού– είναι τόσο διαφορετικά απ’ τα μάτια των περισσοτέρων ανθρώπων σήμερα· ζεστά και ζωντανά, γεμάτα υπομονή και ευγενική περιέργεια. «Αν δεν γνώριζα τον Δαλάι Λάμα στη Νορβηγία το ’52 δεν θα ερχόμουν ποτέ εδώ», συνεχίζει. «Εκείνος ήταν που μου έδωσε το κουράγιο να φύγω απ’ την πατρίδα μου και που μου έμαθε για πρώτη φορά την έννοια της συμπόνιας· το να αποδέχεσαι, να προσπερνάς και να μην κριτικάρεις».
Κοιτάζει το βιβλίο που έχω ακουμπήσει στο τραπέζι με τίτλο «So Long Marianne, Μαριάνε Ιλέν - Λέοναρντ Κοέν: μια ιστορία έρωτα», της Κάρι Χεστχάμαρ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός. «Το βιβλίο ξεκίνησε ουσιαστικά από μια εκπομπή της Κάρι για μένα στο νορβηγικό ραδιόφωνο», μου εξηγεί. «Ξέρει πολλά για την εποχή εκείνη και τον Αξελ Γιένσεν». Ο Γιένσεν, διάσημος Νορβηγός συγγραφέας, πρώτος άνδρας της και πατέρας του γιου της, Αξελ Γιοακίμ Γιένσεν, ήταν εκείνος με τον οποίο πρωτοταξίδεψε στην Υδρα τον Δεκέμβριο του ’57.
Το παλιό κουτί
«Πέρασε πολύ χρόνο μαζί μου η Κάρι, κάνοντάς με να ταξιδέψω 55 χρόνια πίσω και αυτό δεν ήταν εύκολο. Χάρη σ’ εκείνη ξέθαψα το παλιό κουτί με τα γράμματα απ’ το υπόγειο και προσπάθησα να καταλάβω πώς ένιωθα τότε. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, που μου ήταν πολύ δύσκολο... Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Και όμως… ξέρεις, μου αρέσει να πηγαίνω στην παραλία και να κοιτάζω τα κύματα», λέει κουνώντας ρυθμικά τα χέρια της. «Σαν τα κύματα είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι. Θα δανειστώ μια φράση που είχε γράψει κάποτε ο Λέοναρντ στον τοίχο του σπιτιού της Υδρας, “αλλάζω, είμαι ίδια, αλλάζω, είμαι ίδια” (I change, I am the same, I change, I am the same). Αλλά η αγάπη μου για την Υδρα δεν άλλαξε ποτέ. Η Υδρα με διαλύει και με ξαναενώνει».
Βγάζει από την τσάντα της μια σειρά ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η πρώτη απ’ αυτές απεικονίζει τη Μαριάνε και τον δωδεκάχρονο γιο της, Αξελ Γιοακίμ, στο λιμάνι της Υδρας. Είναι χειμώνας του ’72 και τα ανέμελα χρόνια με τον Κοέν έχουν τελειώσει. Η Μαριάνε σκύβει λυπημένη πάνω απ’ τη φωτογραφία καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. Στέκεται ακίνητη για ένα λεπτό πάνω απ’ το σχεδόν έφηβο αγόρι και τη χαμογελαστή γυναίκα σαν να κλαίει βουβά. Μου εξηγεί πως ο Αξελ Γιοακίμ ζει από τα 15 του χρόνια σε άσυλο και μου ζητάει να αναφέρω την ιστορία του στο άρθρο – «γιατί μπορεί να βοηθήσει κάποιο παιδί ή τους γονείς του. Ηταν ένας εξαιρετικός μαθητής ο Αξελ Γιοακίμ κι ένα υπέροχο παιδί, που άλλαξε ανεπανόρθωτα όταν του πρόσφερε ο πατέρας του LSD στην ηλικία των 15. Μπορείς να το φανταστείς αυτό; Εκείνη η μία και μοναδική φορά κατέστρεψε το μυαλό του. Ηταν πάντα ευαίσθητος και ως γονιός δεν είναι πάντα εύκολο να το δεις καθαρά. Πηγαίναμε από μέρος σε μέρος για χρόνια, ενώ αυτό που χρειαζόταν το παιδί μου ήταν η σταθερότητα. Αν μέναμε στον ίδιο τόπο, ίσως τα πράγματα να μην είχαν καταλήξει εδώ. Μέχρι σήμερα με τυραννούν οι τύψεις».
«Η ζωή μου... μια ηλιόλουστη ιστορία»
Τα μάτια της είναι υγρά, αλλά χαμογελάει. «Εκλαψα και γέλασα πολύ αυτές τις μέρες», λέει. «Και να ’μαι πάλι σήμερα, κλαίω και γελάω... τα πιο όμορφα αλλά και τα χειρότερα πράγματα στη ζωή μου έγιναν σ’ αυτό το νησί. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή μου στην Υδρα είναι μια ηλιόλουστη ιστορία. Και δεν ξεχνώ ποτέ πόσο όμορφα μου φέρθηκαν οι ντόπιοι όταν πρωτοήρθα».
«Αλήθεια, ονειρεύεστε ακόμη τον Λέοναρντ, όπως αναφέρετε και στο βιβλίο;» τη ρωτάω. «Τον ονειρευόμουν για 44 χρόνια. Τον τελευταίο καιρό, όμως, ονειρεύομαι τους γονείς και τον αδελφό μου. Ισως τελικά να φτάνω πιο κοντά στον εαυτό μου από ποτέ», λέει και στρέφει το βλέμμα της προς τη θάλασσα. «Αν μου ζητούσες τέσσερις λέξεις για να περιγράψω τον Λέοναρντ, θα σου έλεγα, καλοσύνη, δημιουργικότητα, ευαισθησία και εντιμότητα. Το 1998 ξεκίνησα να ζωγραφίζω εμπνευσμένη απ’ τα όνειρά μου και στίχους ποιημάτων και τραγουδιών του. Ετσι κατάφερα να ενώσω όλα τα κομμάτια μέσα μου και να βρω την πραγματική φωνή, τη δημιουργικότητά μου». Με κοιτάει χαμογελαστή. «Σκαρφάλωσα την τσιμεντένια πυραμίδα, την προσπέρασα κι ύστερα συνειδητοποίησα πως ήταν τελικά δική μου ψευδαίσθηση. Μετά χάραξα τη δική μου πορεία». Το ζευγάρι των κομψών Ιταλών δίπλα μας γυρίζει και την κοιτάζει. Δεν την αναγνωρίζουν, αλλά κάτι μου λέει πως αν δεν υπήρχαν εκείνη και ο Λέοναρντ, ίσως να μην τους έφερνε ποτέ ο δρόμος τους ώς εδώ.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   της Ευαγγελίας Αυλωνίτη, www.kathimerini.gr, 14.6.2015

Τελευταία Ενημέρωση: Ιούνιος 15, 2015

Σχόλια

Σχολιάστε

Απαντήστε

* Όνομα:
* E-mail: (Αδημοσίευτο)
   Website: (Url με http://)
* Σχόλιο: