Η βαθύτερη κουλτούρα και ο πολιτισμός ενός λαού συχνά αποτυπώνονται σε αυτό που αποκαλούμε Εθνική Κουζίνα και στις διατροφικές του συνήθειες. Συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής διαμορφωμένες μέσα στα χρόνια μαρτυρούν κάτι παραπάνω από το γούστο και τις προτιμήσεις των κατοίκων της εκάστοτε περιοχής. Τα παράλια της Μικράς Ασίας, η Κωνσταντινούπολη, η ηπειρωτική Ελλάδα καθώς και τα νησιά έχουν τη δική τους ξεχωριστή γαστριμαργική ιστορία με αφετηρία τους καρπούς και τα προϊόντα του κάθε τόπου.
Ο Νικόλαος Τσελεμεντές έγραψε και εξέδωσε στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 τον πρώτο ολοκληρωμένο οδηγό μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής εκσυγχρονίζοντας την ελληνική κουζίνα. Τα επόμενα χρόνια, αρχικά με μικρά και δειλά βήματα, έκαναν την εμφάνισή τους γυναίκες μάγειροι, όπως η Χρύσα Παραδείση «κατεβάζοντας» στην καθημερινότητα την νοικοκυράς αλλά και της εργαζόμενης γυναίκας, εκλεπτυσμένες συνταγές, μυστικά καθώς και ποικίλες άλλες συμβουλές για το σαβουάρ βιβρ του τραπεζιού.
Ξεκινώντας από τύχη
Η Χρύσα Παραδείση (1908-1987) ξεκίνησε την πορεία της ως επαγγελματίας μαγείρισσα μέσω ενός τυχαίου γεγονότος. Ο συζύγός της, Αλέξανδρος Παραδείσης, γνωστός δημοσιογράφος της εποχής, της ζήτησε να του γράψει μια δυο συνταγές για να τις δώσει στον αρχισυντάκτη του στο Έθνος, ώστε να καλύψουν ένα ξαφνικό κενό ύλης. Η λύση αυτή φάνηκε να αρέσει στην εφημερίδα και όποτε προέκυπτε ανάγκη, συνταγές από τη Χρύσα Παραδείση εμφανίζονταν σε ένα μονόστηλο. Έπειτα από μερικούς μήνες, στην πρώτη μεγάλη χρονική απουσία του μονόστηλου από την εφημερίδα, τα τηλεφωνήματα και τα γράμματα διαμαρτυρίας άρχισαν να έρχονται και να ζητάνε την καθιέρωση της στήλης. Πράγμα που έγινε, και από το 1950 και μετά η «Στήλη της Νοικοκυράς» ήταν πια καθημερινό γεγονός.
«Η Γυναίκα και το Σπίτι»
Εκείνη την εποχή ένα νέο περιοδικό, το οποίο απευθύνεται τόσο στις νοικοκυρές όσο και στις εργαζόμενες γυναίκες, κάνει την εμφάνισή του στα περίπτερα, κάθε δεκαπέντε μέρες, σημειώνοντας πρωτοφανή επιτυχία. Δεν είναι άλλο από το «Η Γυναίκα και το Σπίτι». Από τους πρώτους συνεργάτες της «Γυναίκας» ήταν γνωστοί λογοτέχνες και εικαστικοί της εποχής, ο Κώστας Βάρναλης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σπύρος Μελάς, ο Αλέκος Κοντόπουλος, η Έλλη Παππά και η Λιλή Ζωγράφου μεταξύ άλλων. Η Χρύσα Παραδείση τοποθετείται υπεύθυνη της στήλης της μαγειρικής, μια συνεργασία που κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια. Έπειτα από τον πρώτο καιρό της συνεργασίας τους, η Παραδείση αναλαμβάνει εκτός από το «Μενού του δεκαπενθήμερου» (δεκαπέντε πλήρη μενού για την κάθε μέρα) και ένα κεντρικό θέμα-αφιέρωμα ανάλογα με την εποχή του χρόνου, τις περιστάσεις, τις γιορτές, τις επετείους. Ή ακόμη και ανάλογα με τον κάθε τόπο και τις συνταγές του, αφου εγκαινιάζει την επιτόπια συλλογή και καταγραφή παραδοσιακών συνταγών από όλη την Ελλάδα (κάνοντας πρώτη αυτού του είδους τα ρεπορτάζ-γαστρονομικά οδοιπορικά περιγράφοντας και τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, τις λαϊκές παραδόσεις καθώς και τα ήθη και έθιμα του τραπεζιού). Τέλος, δεν παραλείπει να παρίσταται και να δημοσιεύει θέματα από τις γαστρονομικές βραδιές που παρουσιάζονται στο νεόκτιστο ξενοδοχείο Χίλτον.
Η νέα εποχή
Η δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν κομβικές για την ελληνική κοινωνία. Μετανάστευση, έκρηξη της οικοδομής, έμμισθη εργασία των γυναικών. Σε μικρότερη κλίμακα οι αλλαγές στην καθημερινότητα, κυρίως πρακτικού ενδιαφέροντος, μεταβάλλουν τις συνήθειες και μέσα στο σπίτι. Απλοποιούνται όσο γίνεται οι δουλειές του σπιτιού, οι πολύπλοκες συνταγές μαγειρικής, το κολάρισμα των ρούχων. Οι γυναίκες υιοθετούν τα συνθετικά υφάσματα, αναζητούν περιοδικά με πατρόν και επιλέγουν τα «έτοιμα» ρούχα, τα «πρετ-α-πορτέ» που εμφανίζονται στα πρώτα πολυκαταστήματα του κέντρου της Αθήνας. Για τους άντρες, την επιμέλεια των οποίων έχουν οι γυναίκες, επιλέγουν σκούρα πουκάμισα και καταργούν σιγά σιγά το υφασμάτινο μαντιλάκι και την αυστηρή τσάκιση στο παντελόνι.
Το μαγείρεμα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση από το γενικότερο πνεύμα της εποχής. Οι χρονοβόρες και πολύπλοκες συνταγές αντικαθίστανται με άλλες πιο εύκολες, με λιγότερα λιπαρά. Η μόδα θέλει τις γυναίκες λεπτές, με μέση «δαχτυλίδι», ενώ ένα καινούργιο επάγγελμα, αυτό των διαιτολόγων εισάγει στην καθημερινότητα όρους όπως «θερμίδες», «δείκτη σωματικής μάζας» και «μεταβολισμό». Ταυτόχρονα, στην αγορά, σε προσιτές τιμές ή ακόμη και με δόσεις, μπορούσε κανείς να βρει όλες τις νέες ηλεκτρικές συσκευές. Ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, μπλέντερ, μίξερ, χύτρες ταχύτητας. Την ίδια εποχή, η βιομηχανία τροφίμων ρίχνει στην αγορά προϊόντα και υλικά για εύκολα και γρήγορα φαγητά, γλυκά ή παγωτά. Η έτοιμη σάλτσα τομάτας, η μπεσαμέλ σε σκόνη, οι κύβοι συμπυκνωμένοι ζωμού, το φρουί ζελέ και η περίφημη Κρεμ-καραμελέ κάνουν την εμφάνισή τους.
Η Παραδείση έρχεται σε αυτό ακριβώς το σημείο, να καταγράψει την νέα πραγματικότητα και να τη δώσει δημιουργικά και με κατανοητό τρόπο στις αναγνώστριές της. Πριν δημοσιεύσει κάτι το έχει δοκιμάσει ξανά και ξανά. Είναι βέβαιη για τα υλικά, τη δοσολογία και τους χρόνους. Η Παραδείση εγκαινιάζει εύκολους τρόπους μέτρησης των υλικών. Καθιερώνει ως μέτρο το φλιτζάνι και για μικρότερες ποσότητες το κουτάλι. Εγκαινιάζει, επίσης, την αρίθμηση στα στάδια της εκτέλεσης, τονίζοντας τη διαδοχικότητα των βημάτων που ακολουθεί και η οποία βρίσκεται σε άμεση αντιστοιχία με τη σειρά των υλικών, που παρατίθενται στο πρώτο κομμάτι της συνταγής. Γράφει τις συνταγές της σαν να κουβεντιάζει με τις αναγνώστριές της. Δεν είναι φανταχτερή στις εκφράσεις της. Πάντα λακωνική και ακριβής. Με την «Μικρή και Πρακτική Εγκυκλοπαίδεια της Νέας Νοικοκυράς», που υπάρχει ως επίμετρο στο πρώτο της βιβλίο, κατάφερε να απευθυνθεί σε μια μεγάλη γκάμα γυναικών (στην νέα, στη μοντέρνα, στη μεγαλύτερη σε ηλικία) καθιστώντας τα βιβλία της απαραίτητα για κάθε νοικοκυρά.
Το βιβλίο περιέχει τοποθέτηση προϊόντος
Σύντομα η Χρύσα Παραδείση εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τη δημοτικότητα που απέκτησε από το περιοδικό «Γυναίκα». Ανέλαβε εκπομπή στο Β’ Πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τι θα φάμε σήμερα;», εξέδωσε αρκετά βιβλία μαγειρικής και τέλος έκανε και αρκετές διαφημίσεις προϊόντων. Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε το 1956 και είχε τον τίτλο «Μαγειρική Ζαχαροπλαστική της Νέας Νοικοκυράς». Σύντομα εξαντλήθηκε και στην τρίτη και τελική του αναθεώρηση, το 1960, κατέγραφε 547 συνταγές μαγειρικής και 422 συνταγές ζαχαροπλαστικής. Στο βιβλίο υπάρχουν συνταγές από την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, «μοντέρνες» συνταγές που χρειάζονται καινούργια υλικά και ηλεκτρικά σκεύη καθώς και ξεχωριστό κεφάλαιο «Χαρακτηριστικά φαγητά διαφόρων χωρών». Επίσης, μενού ανάλογα με την εποχή ή την περίσταση (αρραβώνων, νηστήσιμα), καθώς και υποδείξεις για τη σωστή συντήρηση των τροφών, τους βασικούς κανόνες οικιακής οικονομίας, όπως και καλής συμπεριφοράς γύρω από το τραπέζι. Κι ενώ σήμερα όλα αυτά να είναι, αν όχι αυτονόητα, τουλάχιστον εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες, τότε το να βρίσκονται συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο και να είναι διατυπωμένα με απλό και κατανοητό τρόπο αποτελούσε έναν μικρό θησαυρό στην προίκα κάθε νοικοκυράς.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 επιμελείται μια σειρά φυλλαδίων με συνταγές για τη βιομηχανία «Γιώτης», ενώ έχει μια μακρά συνεργασία με την «Ελαΐς» και τα προϊόντα «Βιτάμ» και «Φυτίνη». Είχαν προηγηθεί οι χύτρες ταχύτητας «Silver», το μίξερ «Braun» για να ακολουθήσουν διαφημίσεις για τις ηλεκτρικές συσκευές της «Πίτσος». Με συνταγές της παρουσιάζει και τους νεοεισερχόμενους τότε στην ελληνική αγορά συμπυκνωμένους κύβους ζωμών, λαχανικών ή κρέατος της εταιρίας «Maggi». Και στα τέλη της δεκαετίας του ’70 γράφει ένα βιβλίο συνταγών για τη χύτρα ταχύτητας «Seb».
Τα βιβλία της Χρύσας Παραδείση, ακόμη και σήμερα, περιλαμβάνουν συνταγές και τρόπους που στον άπειρο, ερασιτέχνη μάγειρα, θα φανούν χρήσιμοι και λειτουργικοί. Εκτός από αυτό όμως μπορούν να διαβαστούν και ως ένας καθρέφτης της τότε κοινωνίας. Των αλλαγών που συνέβαιναν, των συνηθειών που καθιερώθηκαν και των γενικότερων πολιτισμικών κραδασμών που έλαβαν χώρα και είναι σήμερα αναπόσπαστα κομμάτια της καθημερινότητάς μας.
Το βιβλίο της Μαρίας Τσοσκούνογλου (με πρόλογο της Ελένης Ψυχούλη) προσεγγίζει με τρόπο ιδιαίτερο, δίνοντας βάση στις κοινωνικές και οικονομικές αλλάγες στη δομή της εποχής, την επαγγελματική καθιέρωση και τα βιβλία της Χρύσας Παραδείση. Αν αποφεύγονταν κάποιες επαναλήψεις και αν υπήρχε ο αυτονόητος βασικός τυπογραφικός έλεγχος, το αποτέλεσμα θα ήταν αντάξιο της πρωτοτυπίας της αρχικής ιδέας της Τσοσκούνογλου.
+ 7 ιδιαίτερα βιβλία μαγειρικής
Από την εποχή του Νικόλαου Τσελεμεντέ μέχρι σήμερα εκατοντάδες βιβλία μαγειρικής και ζαχαραπλαστικής έχουν κυκλοφορήσει επιχειρώντας να καταγράψουν παραδοσιακές συνταγές αλλά και την τρέχουσα μόδα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, με την έξαρση των τηλεοπτικών εκπομπών μαγειρικής, ο κάθε γνωστός παρουσιαστής εκδίδει και ένα βιβλίο προσπαθώντας να πείσει για την πρωτοτυπία των συνταγών του και τη βέβαιη επιτυχία κατά την εκτέλεσή τους. Στην παρακάτω λίστα εξαιρέσαμε τις συνταγές του Τσελεμεντέ, μιας και σήμερα οι διατροφικές συνήθειες έχουν αλλάξει κατά πολύ (προτιμούμε το αγνό παρθένο ελαιόλαδο αντί του βούτυρου π.χ.) καθώς και αρκετά ενδιαφέροντα μα σχεδόν εξαντλημένα βιβλία (για παράδειγμα τα δύο βιβλια της Ειρήνης Λεβίδη, Κολοκύθια με τη ρίγανη, εκδ. Libro και Η γιορτή του τραπεζιού, εκδ. Πατάκη). Επίσης, πολλά είναι τα βιβλία που επιχειρούν να καλύψουν το μεγαλύτερο εύρος της ελληνικής κουζίνας δίνοντας συνταγές για βασικά εδέσματα και «χάνοντας» έτσι σε πρωτοτυπία και προσωπική σφραγίδα. Για έναν αρχάριο μάγειρα καλό είναι να αναζητήσει τα βιβλία της Σοφίας Σκούρα (Η μεγάλη ελληνική κουζίνα, εκδ. Φυτράκη), της Αγλαΐας Κρεμέζη (Ανοιξιάτικες και Καλοκαιρινές συνταγές και ιστορίες για μάγειρες με ανησυχίες, εκδ. Πατάκη) ή ακόμη και της Ειρήνης Τόγια (Ρένα της Φτελιάς) και του Ηλία Μαμαλάκη. Εδώ επιλέξαμε βιβλία που επικεντρώνονται στην ελληνική κουζίνα και ειδικότερα στη μαγειρική, γραμμένα απο ανθρώπους, όχι απαραιτήτως επαγγελματίες σεφ αλλά γνώστες σπάνιων γαστρονομικών μυστικών. Ανθρώπους που εκφράζονται δημιουργικά και με αγάπη μέσω ενός πιάτου. Η βιβλιογραφία είναι τεράστια και οι επιλογές προσπαθούν να καλύψουν κάποιες βασικές και ταυτόχρονα ιδιαίτερες γαστρονομικές περιοχές.
Εύη Βουτσινά: Γεύση ελληνική (εκδ. Καστανιώτη)
Η σειρά των τεσσάρων τόμων της Εύης Βουτσινά, Γεύση Ελληνική, αποτελεί μια σπάνια και ιδιαίτερης αξίας καταγραφή συνταγών και μεθόδων συντήρησης προϊόντων από όλη την Ελλάδα. Όλα τα περιεχόμενα και των τεσσάρων τόμων είναι καταγραμμένες παραδοσιακές συνταγές. Ψωμιά, παξιμάδια, μεζέδες, καθημερινά πιάτα, παστά, καπνιστά, τυριά και γαλακτερά απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας συγκεντρώθηκαν με προσοχή και ιδιαίτερη επιμέλεια από τη Βουτσινά, καθιστώντας τα συγκεκριμένα βιβλία, βιβλία αναφοράς για την ελληνική παραδοσιακή μαγειρική. Η Εύη Βουτσινά, αυστηρή και συγχρόνως δεκτική και με κατανόηση του σύγχρονου τρόπου ζωής, προτείνει ανεπιφύλακτα, όχι μόνο τις συγκεκριμένες συνταγές, αλλά και μια γενικότερη θεώρηση της αντίληψής μας περί γαστρονομίας και ελληνικής κουζίνας.
Βαγγέλης Δρίσκας: Αυτή είναι η κουζίνα μου (εκδ. Πατάκη)
Αν ήταν να επιλέξω έναν σύγχρονο οδηγό μαγειρικής, αυτός θα ήταν το βιβλίο του Βαγγέλη Δρίσκα. Τριακόσιες ογδόντα πρωτότυπες, σύγχρονες και δοκιμασμένα πετυχημένες συνταγές καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της ελληνικής κουζίνας. Με άξονα τα ελληνικά τοπικά προϊόντα αλλά και κάθε είδος φρέσκων μυρωδικών, ο Δρίσκας προτείνει ευφάνταστα ορεκτικά, λαχανικά και σαλάτες, συνταγές για ζυμαρικά και όσπρια, καθώς και γλυκά. Επίσης, στη έναρξη κάθε κεφαλαίου, ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης, δίνει πολύ χρήσιμες γενικές συμβουλές, όπως για παράδειγμα την επιλογή και τον καθαρισμό των ψαριών, το κόψιμο και το μαρινάρισμα των κρεάτων και πράγματα που πρέπει να προσέξει κανείς όταν φτιάχνει διάφορες ζύμες. Ο Δρίσκας είναι από τους πιο έμπειρους σεφ και με αυτό του το βιβλίο προτείνει ορισμένες από τις γευστικότερες συνταγές που μπορεί να βρει κανείς σήμερα.
Νίκος Παλαιολόγος-Καίη Τσιτσέλη: Η κουζίνα του Balthazar (εκδ. Ιστός)
Κούτες ολόκληρες από ένα πλούσιο υλικό: παλιά τετράδια, βιβλία, δακτυλογραφημένες κάρτες αποδελτίωσης, κιτρινισμένα αποκόμματα από ξένα περιοδικά του ’60 και του ’70, φωτογραφίες, αρνητικά, συνθέτουν την πρώτη ύλη του εξαιρετικά ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου. Το πρωτοποριακό εστιατόριο της Καίης Τσιτσέλη και του Νίκου Παλαιολόγου ξαναδωντανεύει σε αυτόν τον τόμο μέσα από τις οικογενειακές συνταγές, τα πρωτότυπα φαγητά, τα έργα τέχνης και τα αντικείμενα που πλαισίωναν το χώρο του εστιατορίου Balthazar (1973-1983). Επίσης, μαζί με την κάθε μια από τις διακόσιες εβδομήντα επτά συνταγές διαβάζουμε ιστορίες για τους δημιουργούς του, το νεοκλασικό κτήριο της οδού Τσόχα αλλά και τους ανθρώπους που το επισκέπτονταν. Το Balthazar, εκτός των άλλων, ήταν διάσημο για την Ινδική του κουζίνα και σε αυτό το βιβλίο υπάρχει πλήθος τέτοιων αυθεντικών συνταγών. Ένα βιβλίο που κεντρίζει το ενδιαφέρον τόσο εκείνων που αγαπούν τη λογοτεχνία, όσο κι εκείνων που αγαπούν το καλό φαγητό.
Μαλβίνα Κάραλη: Μαλβινέζικα (εκδ. Αστάρτη)
Τα πέντε βιβλία μαγειρικής (Μαλβινέζικα, Συνταγές για κόρες ακαμάτρες, Συνταγές για κουζίνα αποψάτη, Πιάτα της απάτης, Συνταγές κατάλληλες για όλους) που εξέδωσε η Μαλβίνα Κάραλη ήταν τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο και η ίδια. Προσωπικότητα μοναδική και εκρηκτική, η Μαλβίνα ασχολήθηκε και με τη μαγειρική κάνοντας μια επιτυχημένη τηλεοπτική εκπομπή (πριν γίνουν μόδα οι αντίστοιχες εκπομπές) και βάζοντας σε πέντε τόμους τις καλύτερες συνταγές της. Σπαρταριστά κείμενα, μοναδικά ονόματα πιάτων (Η λαχτάρα του τρακτεριτζή, Κοτόπουλο ο’ Χάρα, Η χαρά του Ρίτσαρντ Γκιρ, Πένες αλά Τζουλιέτα, Σαλάτα Σιλβάνα Μαγκάνο) και μια φιλοσοφία που συνοψίζεται στις εξής φράσεις: «Ένα καλό πιάτο δεν μπορεί να είναι πολυμαγειρεμένο. Το ίδιο λέει και ο Σνούπι για τα έργα τέχνης: ένα έργο θέλει 20 λεπτά για να γίνει. Λιγότερο, είναι τσαπατσουλιά. Περισσότερο, είναι μπελάς».
Αναστασία Λαμπρία: Η μακαρονάδα της Πέμπτης (εκδ. Ποταμός)
Πρέπει να ψάξει πολύ κανείς για να βρει κάποιον που δεν του αρέσουν οι μακαρονάδες. Σε αυτό το βιβλίο η Αναστασία Λαμπρία συγκέντρωσε και προτείνει πενήντα τέσσερις πρωτότυπες, λαχταριστές και εύκολες συνταγές με βάση τα μακαρόνια (και τις πένες, τα λιγκουίνι, τις ταλιατέλες και πλήθος άλλων ζυμαρικών). Υλικά για όλα τα γούστα παρελαύνουν από τις συνταγές συνοδεύοντας τις μακαρονάδες και απογειώνοντας τις γεύσεις. Λαχανικά, λουκάνικα, αντζούγιες, κοτόπουλο, θαλασσινά, μανιτάρια, τυριά, φρέσκα μυρωδικά και σάλτσες καθιστούν τις μακαρονάδες πιάτα σε ανεξάντλητους συνδυασμούς δωσμένους με κέφι, γνώσεις και πρόδηλη αγάπη από τη συγγραφέα. Να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία από τα πιάτα και παρόλα αυτά όλες οι συνταγές σε προκαλούν να τις δοκιμάσεις.
Ελένη Ψυχούλη: Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού (εκδ. Πατάκη)
Το πιο πολύχρωμο, το πιο χαρούμενο, το πιο κεφάτο και μαζί ιδιόρυθμο και προσωπικό είναι το βιβλίο της Ελένης Ψυχούλη. Ένα ημερολόγιο διακοπών, μια αναδίφηση σε παιδικές αναμνήσεις, μυρωδιές και γεύσης της εφηβικής της ηλικίας από τα καλοκαίρια του Πηλείου. Το χωριό στο Πήλειο συνδυάζει βουνό και θάλασσα και κατ’ επέκταση το τραπέζι στρώνεται πότε με θαλασσινά και ψάρια και πότε με πίτες και χόρτα. Η Ψυχούλη εκθειάζει την απλή, τίμια και πεντανόστιμη κουζίνα του χωριού δίνοντας βάση στα λαχανικά και τα φρούτα της εποχής, τα τυριά και τα κρέατα του τόπου καθώς και στο σπιτικό ψωμί με τις παραλλαγές του. Τίποτα δεν πετάει, όλα χρησιμοποιούνται δεύτερη και τρίτη φορά, με έξυπνους τρόπους δανεισμένους από τις παλιές μαγείρισσες του χωριού. Ένα βιβλίο για τη χαρά του να μαγειρεύεις σε ανθρώπους που αγαπάς και με τους οποίους μοιράζεσαι τον χρόνο της ραστώνης και την ανάπαυλας.
Μαριάνθη Μυλωνά: Συνταγές από το περιβόλι της Παναγίας (εκδ. Ποταμός)
Η μαγειρική του Αγίου Όρους είναι ένα μεγάλο και ιδιαίτερο κεφάλαιο στον τομέα της γαστρονομίας. Οι περίοδοι των νηστειών, τα υλικά, ο τρόπος παρασκευής, τα σκεύη, το πλήθος των μοναχών και το ωρολόγιο πρόγραμμα των Μονών έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μοναδικών αυτών συνταγών. Η ιστορία, η καθημερινότητα και η διατροφή στο Άγιο Όρος είναι οι άξονες του τόμου αυτού. Το βιβλίο είναι χωρισμένο ανά μονή: Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Σίμωνος Πέτρας και πολλές άλλες. Για την καθεμιά, η Μυλωνά παραθέτει ιστορικά στοιχεία, πληροφορίες και συνταγές. Οι συνταγές είναι εξαιρετικές, ενώ στις σελίδες του βιβλίου θα βρούμε επίσης γλυκά καθώς και μια λίστα με κρασιά που παρασκευάζονται στο Άγιο Όρος.
του Κώστα Αγοραστού, www.bookpress.gr, Κυριακή 15.3.2015