Tο συνολικό αποτέλεσμα κυριολεκτικώς συναρπάζει, σε σημείο μάλιστα που η πικρή γεύση που αφήνει στην ψυχή και στο στόμα να είναι υπερβολική και σχεδόν επιβεβλημένη.
Συνεχίζοντας την έντονη θεατρικοποίηση των πεζών του, ο Αντώνης Νικολής αυτή τη φορά βάζει στο κάδρο δυο ώριμες, ηλικιωμένες γυναίκες, ετεροθαλείς και σίγουρα ψυχολογικά διαταραγμένες. Πράγματι, η Ρούλα και η Ράνια. Δυο φιγούρες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, βιώνουν αληθινά και φανταστικά επεισόδια, ζουν άλλοτε στα παιδικά τους χρόνια και άλλοτε σε ένα μέλλον μάλλον απίθανο να επέλθει, μπλέκουν την ιστορία της μητέρας τους με τη δική τους παρέα μέσα στον χρόνο, τέλος παίρνουν μέρος σε γεγονότα στα οποία δεν έχουν την παραμικρή συμμετοχή. Ο συγγραφέας γράφει με εκπληκτική ευφυΐα στέλνοντας τις ηρωίδες του πίσω στον καιρό της εφηβείας, όπου η σεξουαλικά αχόρταγη μητέρα τους συνευρίσκεται με πολλούς άνδρες –όπως λέει, άσχημους και όμορφους, πλούσιους και φτωχούς, κ.λπ.– δημιουργώντας ανεξίτηλα τραύματα στα δύο κορίτσια. Πέρα από την ηθική όμως πλευρά της ιστορίας της μάνας, πέρα από το τι έλεγε ο κόσμος για εκείνη, πέρα από την εξαφάνισή της για μέρες από το σπίτι, πέρα από την αρνητική ενέργεια που αφήνει στις κόρες της, εκείνες μεγαλώνουν μέσα σε ένα πλαίσιο εφιαλτικό, το οποίο όπως είναι φυσικό άφησε πολλά σημάδια στο ψυχολογικό τους στάτους. Ευφυής επίσης είναι και η ιστορία στο τρένο, όπου ένας αρκετά ικανός αριθμός επιβατών, που κατευθύνεται προς το νεκροταφείο, δεν αντιλαμβάνεται ότι η Ρούλα κουβαλά το κομμένο κεφάλι ενός άνδρα, που έπεσε θύμα, καθώς φτάνει στον χώρο, περιμένοντας να αποσυρθούν όλοι, προκειμένου να το αποθέσει όπου δει. Καθαρά επινοημένη αφήγηση, η οποία έρχεται να προστεθεί στη διαταραγμένη ψυχική της υγεία, στο ανώμαλο παρελθόν, στις απονενοημένες προσπάθειές της να αγνοήσει μια μητέρα με τόσα τρωτά, με τόσα πάθη, με τόσες αγωνίες. Όπως επίσης η αφήγηση της Ράνιας, η οποία παρακολουθεί έναν άνδρα να γδύνεται στο απέναντι γυμναστήριο, ο οποίος έρχεται υποτίθεται στο σπίτι τους για μια συζήτηση μαζί της, η οποία και δεν έγινε φυσικά ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό της. Και τέλος η αφήγηση για τον Βασίλη τον υδραυλικό (Βασίλης και ο άνδρας του γυμναστηρίου, Βασίλης και ο στρατιωτικός που τη βίασε), ο οποίος ταυτίζεται και με την ομάδα των στρατιωτικών, η οποία βίασε (;) την ίδια όταν ήταν δεκατριών ετών, όταν χάθηκε πηγαίνοντας προς το δάσος και βγήκε στη θάλασσα. Ο Βασίλης δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας κοινός άνθρωπος, με τρία παιδιά, εργαζόμενος, ο οποίος κλήθηκε για να διορθώσει μια βλάβη και σχέση ουδεμία έχει με οτιδήποτε κουβαλά στο υποσυνείδητό της η Ράνια, η οποία βλέπει όλους τους άνδρες με αυτό το όνομα, με αυτή τη σωματική διάπλαση, με αυτόν τον σωματότυπο, με αυτή τη σωματοδομή.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Χρίστος Παπαγεωργίου, https://diastixo.gr, 12.4.2019
Το καλάθι σας είναι άδειο!