Η κατεξοχήν διηγηματογράφος Νίκη Τρουλλινού, με το «Ουρανός από στάχτη» γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά της μετά το «Με ένα καφάσι μπύρες» του 2009. Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο στοχαστικό κείμενο διάσπαρτο από μια βαθιά σαρωτική αγωνία για την πορεία τής, άλλοτε πολλά υποσχόμενης, Ευρώπης, η οποία μοιάζει πλέον να καταβροχθίζει τα ίδια της τα παιδιά, υποκλινόμενη σε ένα άγριο παιχνίδι κέρδους και αδηφαγίας. Η Τρουλλινού παρόλο που γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα, το οποίο δεν διστάζει να ονοματίσει, να «δείξει», αλλά και, πράγμα αρκετά σπάνιο, να πάρει σαφή θέση για τα πράγματα, το κάνει, ως έμπειρη πεζογράφος, με όρους καθαρά λογοτεχνικούς, αποφεύγοντας έτσι την στείρα, άνευ εμβέλειας, καταγγελία.
Δημιουργεί μία υπαρκτή ηρωίδα, την καθηγήτρια Θάλεια, η οποία ως ευαίσθητος δέκτης ακόμη και της πιο ανεπαίσθητης επίδρασης μιας σκληρής εποχής, μη μένοντας αμέτοχη στο ιστορικό γίγνεσθαι, όπως αμέτοχοι δεν μένουν γενικώς οι ήρωες στον συγγραφικό κόσμο της Τρουλλινού, εγκαταλείπει τα αγαπημένα αλλά ανυπόφορα πλέον, λόγω της κρίσης, Εξάρχεια, για να αποσυρθεί στην γενέτειρά της την Κρήτη, αφήνοντας την εντύπωση, πως αυτή η διάθεση της απόσυρσης συμβαδίζει με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής και μιας ηπείρου που έπαψε να είναι αυτό που κάποτε υποσχόταν. «Που πάει Τηλέμαχε η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε;» Αυτή η ερώτηση – κραυγή διασχίζει επίμονα τις σελίδες του βιβλίου. Κρύβεται σχεδόν πίσω από κάθε λέξη της Τρουλλινού. Η αφορμή δίνεται από την ενεργοποίηση του ισλανδικού ηφαιστείου με το όνομα γλωσσοδέτη, που το 2010 γέμισε με μαύρη στάχτη τον ουρανό, με αποτέλεσμα για μία εβδομάδα να ανασταλούν όλες οι μετακινήσεις. Για μια βδομάδα η Ευρώπη γίνεται όμηρος του ίδιου της του εαυτού. Εκεί που τα πάντα μοιάζουν να ελέγχονται, φαίνεται ξαφνικά πως υπάρχουν δυνάμεις πιο ισχυρές, δυνάμεις που δεν υπακούν στους ανθρώπινους κανόνες, που βάζουν τους δικούς τους όρους και δημιουργούν τις δικές τους, εφιαλτικές, καταστάσεις. Κι όλο αυτό συμπίπτει σχεδόν με την είσοδο της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ιστορία δηλαδή εισβάλει, για άλλη μια φορά, στις μικρές ιστορίες των ανθρώπων και καθορίζει, ερήμην τους, τις επιλογές τους. Η Τρουλλινού, χωρίς πολλά λόγια, με λίγες καίριες παρατηρήσεις, μιλάει για την προ της κρίσης εποχή και για το πώς, βήμα το βήμα, αργά αλλά σταθερά, οδηγηθήκαμε σ’ αυτήν και, κατόπιν, μας βυθίζει, με υπόγειο σπαραγμό, στις συνέπειές της, περιγράφοντας έναν κόσμο βίας, ανεργίας, απελπισίας, έναν κόσμο δίχως προοπτική και δίχως πατήματα. «Να δεις πως το έλεγε ο Τσέχωφ: ‘’Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα’’, εμείς πού θα πάμε; Ποια πόλη θα αναπολήσουμε;» Τι παρακαταθήκη θα αφήσουμε στα παιδιά μας; «Τι κάνω με τους μαθητές μου;» αναρωτιέται η Θάλεια, η οποία φεύγοντας για την γενέτειρα, προσδοκά να βρει μια νέα, λιγότερο φορτισμένη, αφετηρία, αλλά, εντέλει, αυτό που βρίσκει είναι την συμπαγή, αδιαπέραστη, γεμάτη μυστικά και ψέματα, ελληνική οικογένεια. «Οι οικογένειες της Κρήτης, οι οικογένειες παντού, τα μυστικά και οι ψίθυροι, οι κλειστές πόρτες…» Μια σειρά από ερωτήματα διασχίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Η συγγραφέας, γνωρίζοντας το μάταιο της αναζήτησης απαντήσεων, καταθέτει την αγωνία της. Αυτή είναι η μόνη απάντηση. Τίποτα δεν αφήνεται να πέσει κάτω, τίποτε δεν μένει απαρατήρητο, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι έρμαιο της Ιστορίας, δεν μπορεί παρά να είναι συμμέτοχος και αρωγός.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτει η ηλεκτρονική αλληλογραφία της Θάλειας με τον ξάδελφο και αλλοτινό εραστής της Τηλέμαχο, ο οποίος ζει στις Βρυξέλες. Σε γλώσσα ρέουσα, σημερινή, χωρίς επιτήδευση, η Τρουλλινού φέρνει σε σύγκρουση, υπόγεια έστω, δύο διαφορετικές στάσεις ζωής. Από τη μια η αποδοχή, από την άλλη η εξεγερμένη αμφισβήτηση. Το ημερολόγιο της γιαγιάς Αργυρής, το οποίο η Θάλεια μεταγράφει, μιας δασκάλας που έζησε στις αρχές του 20ου αιώνα, και γράφει προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις, καταγράφοντας εντέλει τη σιωπή, είναι υπόδειγμα ύφους. Όπως και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις της Θάλειας – από τα πιο ωραία κομμάτια, που φέρνουν στο μυαλό το προηγούμενο «Με θέα στο Λεβάντε» – όπου μεταδίδονται οι εσωτερικοί κραδασμοί πάνω στην ψυχή της ηρωίδας των εξωτερικών ερεθισμάτων. Ο μορφολογικός πειραματισμός, δίχως να παρασύρει την Τρουλλινού σε εντυπωσιασμούς, επιτείνει την αίσθηση της αγωνίας του πάσχοντος ανθρώπου, ο οποίος ξέρει πως, εντέλει, «είναι οι ρωγμές που ξεχύνουν κάτι δροσερό, ζωογόνο». Μια συγγραφέας με σημερινή φωνή και σύγχρονες αγωνίες.
Ευγενία Μπογιάνου, Αυγή, 9.2020
Το καλάθι σας είναι άδειο!