Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του 67-69.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ανέκδοτο υλικό από την «Ελληνική Υπόθεση», την καταγγελία εναντίον της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο το 1969 και τον φάκελο «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969.
«Tα εμβατήρια και τα λογύδρια “εθνικής υπερηφάνειας” κράτησαν άλλες τρεις ημέρες. Εκείνο που δεν ανακοινώθηκε τότε ήταν πως η Χούντα αναγκάστηκε σε αποχώρηση όταν βεβαιώθηκε ότι η χώρα θα αποπεμπόταν από το Συμβούλιο λόγω της συστηματικής καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών θεσμών.
Όλα –ή σχεδόν όλα– είχαν ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα από μία ταράτσα. Και από κει –μέσω ενός (μεταξύ άλλων) φιλόξενου σπιτιού στη Γενεύη και μέσω Όσλο– η “Ελληνική Υπόθεση” (όπως ονομάστηκε η προσφυγή κατά της Ελλάδας στο ΣΕ) καταγράφηκε ως ένα από τα σημαντικά βήματα για την πτώση των συνταγματαρχών. Ωστόσο, αυτή η σελίδα της Ιστορίας δεν έχει ακόμη βρει τη θέση που της ανήκει. Ούτε και έχει ερευνηθεί επαρκώς, αν και φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από τότε.
Kι όμως η “Ελληνική Υπόθεση” (και οι πρωταγωνιστές της) αποτέλεσε και σε διεθνές επίπεδο σημαντική απόδειξη της δύναμης της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, της αποτελεσματικότητας δημοκρατικών θεσμών (όπως ο Τύπος) και –πιθανόν– το πρόπλασμα των μετέπειτα κοινωνικών συμμαχιών που άλλαξαν το πρόσωπο της Ελλάδας».
Τάκης Καμπύλης, απόσπασμα από την εισαγωγή του.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
ΤΖΕΪΜΣ ΜΠΕΚΕΤ "Με φοβίζει που σήμερα δικαιολογούν τα βασανιστήρια"
Ο δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας που οδήγησε τη χούντα των συνταγματαρχών στο εδώλιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταθέτει τις ανησυχίες του.
O κοσμοπολίτης κ. Τζέιμς Μπέκετ, απόφοιτος του Νομικού Τμήματος του Χάρβαρντ, δεινός σκιέρ, εκπρόσωπος Τύπου του Υπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και κάποτε σεναριογράφος- σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ, ζει σήμερα στα περίχωρα του Λος Αντζελες και ασχολείται με την παραγωγή ντοκυμαντέρ με θέμα την οικολογική καταστροφή του πλανήτη. Τον Δεκέμβριο του 1967 όμως έφθανε στην Ελλάδα της χούντας και των συνταγματαρχών ως ερευνητής διμελούς ομάδας της Διεθνούς Αμνηστίας. Σκοπός του ήταν να καταγράψει την ευρεία χρήση βασανιστηρίων από ένα βάναυσο καθεστώς που ήθελε να δίνει την εντύπωση ότι απλώς είχε επαναφέρει την έννομη τάξη.
«Αρχικά το θέμα ήταν πώς να πείσεις κάποιον να καταθέσει» λέει ο κ. Μπέκετ για το πώς ξεκίνησε η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας σε μια χώρα που βασάνιζε και καταπίεζε τους πολίτες. Μετά ήρθαν τα πρακτικά ζητήματα: «Να οργανώσουμε τρόπους διαφυγής για να βγουν από την Ελλάδα», για όσους πήραν το ρίσκο να καταθέσουν επώνυμα, συμπληρώνει...
Εκείνο τον πρώτο χειμώνα της χούντας ο νεαρός αμερικανός δικηγόρος που έτυχε να είναι νυμφευμένος με Ελληνίδα («ήταν πολύ πιο θαρραλέα από εμένα» λέει για την τότε σύζυγό του) συνόδευε τον πιο έμπειρο Αντονι Μαρέκο, έναν από τους ιδρυτές της Διεθνούς Αμνηστίας, με πρότερη δράση στις δίκες της Νυρεμβέργης. Ο Μαρέκο είχε αναλάβει τις πολιτικές επαφές με τους στρατιωτικούς. Ο Μπέκετ ανέλαβε την έρευνα των περιστατικών και τις επαφές με τα θύματα των βασανιστών. Συνέταξαν δύο μελέτες. Η δεύτερη ονόμαζε τα θύματα. Αυτό οδήγησε στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στη συνέχεια στην αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1970.
Ως Αμερικανός πώς είδε την ανάμειξη της χώρας του στα τεκταινόμενα; «Ουσιαστικά υποστήριζαν το καθεστώς αφού δεν έκαναν καμία προσπάθεια να το καταδικάσουν» λέει, για να σχολιάσει: «Αυτό έχει αλλάξει βέβαια τώρα που η ίδια η Αμερική έχει γίνει ένα κράτος-βασανιστής». Πώς συγκρίνεται η μεθοδολογία της χούντας με τους σημερινούς, σύγχρονους, υποτίθεται τρόπους βασανισμών;
«Ηταν πρωτόγονοι αλλά όχι λιγότεροι αποτελεσματικοί» δηλώνει.
Αφού αναφέρεται και στις πάλαι ποτέ θηριωδίες των Σοβιετικών, μιλάει πάλι για τη σημερινή Αμερική: «Αυτό που με εκπλήσσει, ως Αμερικανό,είναι ότι αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία δικαιολογούν ανοιχτά τα βασανιστήρια. Και στο Βιετνάμ χρησιμοποιούσαν βασανιστήρια αλλά πάντα το διέψευδαν». Αυτό που τον ανησυχεί περισσότερο είναι ότι «μεγάλο μέρος του αμερικανικού κοινού τάσσεται υπέρ της χρήσης των βασανιστηρίων. Για μένα είναι απόλυτα παράνομο» τονίζει.
«Είναι μέρος της τάσης του ανθρώπου να διαιρεί την υπόλοιπη ανθρωπότητα σε “εμάς” και σε “αυτούς”. Και “αυτοί” δεν θεωρούνται καν άνθρωποι» λέει. Αναλογίζεται ότι τότε που μαχόταν κατά της χούντας ίσως να ήταν μια αθώα εποχή: «Ηταν απλό:ας επαναφέρουμε τη δημοκρατία στην Ελλάδα, το λίκνο της δημοκρατίας». Ο κόσμος έχει γίνει πιο επικίνδυνος πλέον, ακόμη και για τους φιλεύσπλαχνους Δυτικούς. «Οταν πήγα στην Ελλάδα την περίοδο της χούντας, δεν φοβόμουν για τη ζωή μου επειδή είχα αμερικανικό διαβατήριο. Με ένοιαζε για τους άλλους, όχι για τον εαυτό μου» εξηγεί σχετικά με το γεγονός ότι στελέχη του ΟΗΕ και άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων πέφτουν θύματα βίας σε εμπόλεμες περιοχές ανά τον κόσμο. «Το καλό σήμερα είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν ανοικτά για τα κακά που συμβαίνουν και ότι ο κόσμος είναι συνειδητοποιημένος» καταλήγει.
Ο κ. Μπέκετ έρχεται στην Ελλάδα στα τέλη Απριλίου ως επίτιμος ομιλητής στην παρουσίαση του βιβλίου Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας- Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ΄67-΄69 (εκδόσεις Ποταμός).
ΤΟ ΒΗΜΑ, Μενέλαος Τζαφάλιας, Κυριακή 18 Απριλίου 2010
[…]«Τα βασανιστήρια είναι μια συνήθης διοικητική μέθοδος». Την καταδικαστική διαπίστωση την είχε καταγράψει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το 1969. Για την Ελλάδα των «συνταγματαρχών». Εχοντας προηγούμενα ερευνήσει το θέμα. Εχοντας ακούσει μάρτυρες, έχοντας διαβάσει κείμενα, έχοντας ακούσει προσεκτικά «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη». Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει η Ελλάδα τη θέση της στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ενώ ήδη είχαν παγώσει οι σχέσεις της (συμφωνία σύνδεσης) με την «Κοινή Αγορά» με πρωτοβουλία των Βρυξελλών. Και με συνέπειες για το σύνολο του πλέγματος των σχέσεων της χώρας με τη Δύση.[…]
[…]Για την υπόθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης κυκλοφόρησε μόλις ένα απόλυτα κατατοπιστικό συλλογικό βιβλίο (εκδόσεις Ποταμός) με τον τίτλο «Η Ταράτσα της Μπουμπουλίνας-Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-69».[…]
Ριχάρδος Σωμερίτης, Το Βήμα, 10 Ιανουαρίου 2010
[…]Η έξοχη μαρτυρία του Κωστή Γιούργου (όπου εδώ την πετσοκόψαμε για να χωρέσει στη σελίδα) υποκρύπτει κάποιες σκέψεις που σπανίζουν πια και, ως εκ τούτου, εντυπωσιάζουν με το αλλόκοτο ήθος τους.
Πριν απ΄όλα, ποιος έγραψε για κάτι τόσο προσωπικό του, όπως τη φάλαγγα, σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, όταν το πρώτο πρόσωπο επιβάλλεται χωρίς δεύτερη σκέψη ; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «βασανιστήριο» και «μαρτύριο» συχνά πήγαιναν μαζί· σε βασάνιζαν για να τιμωρήσουν τους συναγωνιστές , να προδώσεις ονόματα, οπότε όποιος άντεχε τη βάσανο κέρδιζε και την παρτίδα ταπεινώνοντας τους βασανιστές και υψώνοντας το εγώ του.
Ο Γιούργος είναι απολαυστικός όταν, τη στιγμή που πέφτει και ξαναπέφτει ο σιδεροσωλήνας, δεν κάνει εκδικητικές σκέψεις για τους βασανιστές του, δεν τους αντιγράφει στο παραμικρό. Κι όταν μιλάει για «άδικο» καταγράφει κάτι εκτάκτως χαρακτηριστικό και χιουμοριστικό: «Ο σιδεροσωλήνας πέφτει ξανά και ξανά. Για μια στιγμή, μια στιγμή σκέφτεσαι πως είναι άδικο κάθε χτύπημα να πέφτει πιο δυνατά στην αριστερή πατούσα, επειδή ο βασανιστής στέκεται δεξιά κι έχει τον στόχο του αριστερά». Δεν του φάνηκε άδικο, δηλαδή, που έπεσαν πάνω του να τον φάνε σαν ανθρωποφάγοι, την αδικία την εντόπισε στη δυσαναλογία των χτυπημάτων, γιατί όλα τα βάσανα να τα τραβάει η αριστερή πατούσα; Τουλάχιστον εδώ δεν θα χρειαζόταν κάποια δικαιοσύνη;
Αξίζει να παραθέσουμε ένα τμήμα από την κατάθεση του ταγματάρχη Λάμπρου: «Κύριοι, είναι αληθές δυστυχώς ότι ορισμένοι κρατούμενοι έτυχαν κακομεταχειρίσεως μετά τη σύλληψή τους, αλλά επρόκειτο για επικίνδυνους κομμουνιστές. Και τα όργανα που έκαναν κατάχρηση εξουσίας απέναντι τους ξέρετε ποιοι ήταν; Ε, λοιπόν, ήταν οι γιοι, οι αδελφοί ή οι στενοί συγγενείς των ανθρώπων που έσφαξαν, βασάνισαν, ανασκολόπισαν οι κομμουνιστές, είτε στη διάρκεια της Κατοχής είτε τον Δεκέμβρη του ’44…»[…]
Κωστής Παπαγιώργης, Ο κόσμος του Επενδυτή, 24 Δεκεμβρίου 2009
[…]Αφορμή για το σημερινό σημείωμα είναι η έκδοση του βιβλίου «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-69» (εκδόσεις Ποταμός). Όπως σημειώνει ο Τάκης Καμπύλης που επιμελήθηκε την έκδοση, αυτή η περίοδος δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς. Μαζί με τον Κωστή Γιούργο κάνουν μια υποδειγματική δουλειά. Δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχο βιβλίο που να δίνει μια τέτοια συνολική εικόνα για εκείνη την περίοδο. Αλλά για να γίνει αυτό, έπρεπε να περάσει σχεδόν μισός αιώνας.
Στο βιβλίο υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Μαύρη Βίβλος της Δικτατορίας στην Ελλάδα», που επιμελήθηκαν τρεις επιφανείς Έλληνες: οι Άρης Φακίνος, Κλεμάν Λεπίδης και Ριχάρδος Σωμερίτης, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα γαλλικά και μέχρι τώρα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Κι αυτό είναι ένα σκάνδαλο που αφορά την αριστερά και έχει πολιτικές προεκτάσεις.[…]
Περικλής Κοροβέσης, Η Αυγή, 31 Ιανουαρίου 2010
«Είσαι μόνος σου τώρα. Μόνος. Μόνο, παρακαλάς βουβά, μόνο ας γίνει ό, τι είναι να γίνει, σαν αστραπή. Κι εσύ, στην άλλη άκρη της σήραγγας, να περιμένεις να δεις τον εαυτό σου να βγαίνει, καθημαγμένος, αξιοθρήνητος, όρθιος στο φως». Στο σημείο αυτό η αφήγηση του Κωστή Γιούργου κάνει μια παύση. Το περιπολικό στρίβει Σπυρίδωνος Τρικούπη. Τελικός προορισμός: οδός Μπουμπουλίνας 18, «Υποδιεύθυνσις Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Απρίλιος του 1968. Για τον αφηγητή είναι η αρχή του εφιάλτη. Ενός εφιάλτη που καταγράφεται και αναλύεται πολυεπίπεδα στον μικρό, καλαίσθητο (παρά το ζοφερό του θέμα) τόμο «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-’69».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός και είναι ένα συλλογικό έργο, τα κυριότερα κείμενα του οποίου υπογράφουν: ο εκλεκτός, βετεράνος πια, δημοσιογράφος Κωστής Γιούργος, συνάδελφος επί σειρά ετών στην «Κ», δάσκαλος με τον τρόπο του – βετεράνος όμως και της σκοτεινής ταράτσας της Μπουμπουλίνας. Ο Κωστής Γιούργος υπογράφει το εισαγωγικό κείμενο «Αλλων ο κλήρος...» (απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα) καθώς και χρονολόγιο της περιόδου 1965-1980. Ενας άλλος εξαιρετικός συνάδελφος στην «Κ», εν ενεργεία αυτός, ο έμπειρος και έγκυρος Τάκης Καμπύλης, υπογράφει ένα απαιτητικό κείμενο που κινείται ανάμεσα στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και το πολιτικό δοκίμιο, «Η ταράτσα στην απομόνωση». Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενο του 1969, το «Πρόβλημα των βασανιστηρίων στο καθεστώς των συνταγματαρχών», του Τζέιμς Μπέκετ, απεσταλμένου της Διεθνούς Αμνηστίας.
Ο τόμος περιλαμβάνει εικόνες της Μπουμπουλίνας και δύο καταλόγους με τα ονόματα της βασανισθέντων και των βασανιστών της Μπουμπουλίνας καθώς και ένα ακόμα ξένο ντοκουμέντο με τίτλο «Φάκελος Βασανιστήρια».
Η προσωπική μα και ιδανικά αποστασιοποιημένη αφήγηση του Κ. Γιούργου είναι συγκλονιστική. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες όμως και οι επισημάνσεις του Τ. Καμπύλη, ο οποίος αναζητά μιαν απάντηση «στο ερώτημα γιατί η ταράτσα της Μπουμπουλίνας δεν πέρασε στον ιστορικό μύθο», γιατί «ιστορικά είναι ακόμη “αδιάβαστη” αυτή η περίοδος της “ταράτσας”. Σαν να φτάσαμε με ένα άλμα από τον Απρίλη του ’67 στον Νοέμβριο του ’73». Οπως παρατηρεί, σε αυτό τον τομέα η «μεταπολιτευτική διαδικασία» αστόχησε. Και όμως, η «ταράτσα» ήταν μια τραγωδία. Κι όπως έχει γράψει ο Andrian Poole, «η τραγωδία εκθρονίζει τις γενικεύσεις. Η τραγωδία επιχειρεί να εξερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στον πόνο και τις ιδέες μας γι’ αυτόν». Αλλά αυτά ήταν μερικά από τα πολλά ψιλά γράμματα της «μεταπολιτευτικής διαδικασίας». Ο παρών τόμος όμως επιβεβαιώνει μια φράση του Τόμας Χάρντι: «Αν το Καλύτερο υπάρχει, απαιτεί μια πλήρη ματιά στο Χειρότερο».
Ηλίας Μαγκλίνης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9 Ιανουαρίου 2010
«Βιβλίο για γερά στομάχια, η «Ταράτσα της Μπουμπουλίνας» (εκδ.Ποταμός) ανοίγει με την αφήγηση του δημοσιογράφου Κωστή Γιούργου από την εμπειρία του στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας την άνοιξη του ’68, εκεί όπου η φάλαγγα, το ξύλο, τα μαστιγώματα και οι ψυχικοί εξευτελισμοί βρίσκονταν στην ημερησία διάταξη. Ενάμιση χρόνο αργότερα, η Ελλάδα ξυπνούσε ακόμα μια φορά μ’ εμβατήρια, γιορτάζοντας την «περήφανη» αποχώρηση της από το συμβούλιο της Ευρώπης. Μια αποχώρηση, όμως, που είχε πραγματοποιηθεί όταν η αποπομπή απ’ το ευρωπαϊκό αυτό όργανο ήταν σίγουρη πλέον, λόγω της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών θεσμών…
Στην καρδιά της έκδοσης απλώνεται ένα εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ του Τάκη Καμπύλη που ξετυλίγει βήμα προς βήμα το πως σφυρηλατήθηκε η «Ελληνική Υπόθεση», όπως ονομάστηκε η προσφυγή κατά της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προκαλώντας ένα ισχυρότατο πλήγμα στο δικτατορικό καθεστώς. Ακολουθεί η έκθεση για τα βασανιστήρια ενός εκ των πρωτεργατών της όλης υπόθεσης, του ακτιβιστή αμερικανού δικηγόρου και απεσταλμένου της Διεθνούς Αμνηστίας, Τζέιμς Μπέκετ, όπως είχε δημοσιευτεί στη γαλλική επιθεώρηση «Les Temps Modernes» το ’69. Κι ακόμα, ένα εκτενές απόσπασμα από τη «Μαύρη Βίβλο της δικτατορίας στην Ελλάδα», με άφθονες μαρτυρίες βασανισθέντων, που είχαν εκδώσει οι Αρης Φακίνος, Κλεμάν Λεπίδης και Ριχάρδος Σωμερίτης στη Γαλλία την ίδια χρονιά.
Στο μύθο που εκλαϊκεύει την ιστορία της επταετίας, το βάρος έπεσε στην ηρωική αντίσταση της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Πως πορεύτηκαν τα θύματα της «ταράτσας»; Και γιατί η «Ελληνική Υπόθεση» δεν βρήκε τη θέση που της αξίζει στην πρόσφατη Ιστορία μας; Ιδού τα ερωτήματα που αναδύονται από το βιβλίο και που, ενόψει της επετείου της 21ης Απριλίου, ίσως βρουν, έστω και με καθυστέρηση, μια απάντηση.»
Σταυρούλα Παπασπύρου, Ελευθεροτυπία, 18 Απριλίου 2010.
Eξ αφορμής
Όταν το ατομικό ήταν συλλογικό…
Ζούμε με συνεχείς αναγωγές, παρελθοντολογικές αναμοχλεύσεις, καταναγκασμούς επανάληψης· μέσα στη ζάλη της ανάκλησης και το θόλωμα της μνήμης, ιδού και η καινούργια ιδέα: η «νέα μεταπολίτευση». Εννοια θολή, που πάντως επανέρχεται και συζητείται. Και προκαλεί σε αναδρομές.
Παίρνω αφορμή το βιβλίο των Κωστή Γιούργου - Τάκη Καμπύλη «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας» και όσα πρόσφατα ακούστηκαν στην παρουσίασή του. Δεν θα μιλήσω για το βιβλίο - άλλοι έχουν αναφερθεί εκτενέστερα και αρμοδιότερα, είτε σαν ερευνητές είτε σαν μάρτυρες, με τη διπλή έννοια της λέξης. Θα σταθώ μονάχα στη διαπίστωση του Νίκου Αλιβιζάτου ότι η πρώιμη αντίσταση στη δικτατορία λησμονήθηκε, λες και περάσαμε με ένα άλμα από τον Απρίλη του ‘67 στον Νοέμβριο του ‘73. Και στην πικρή αποστροφή της Κίττυς Αρσένη, που βασανίστηκε σ’ εκείνη την «ταράτσα»: «Από ένα περίεργο φαινόμενο ιστορικού δαρβινισμού επικράτησε να ονομάζονται όσοι αντιστάθηκαν στη χούντα «γενιά του Πολυτεχνείου»». Είναι μια φράση που βαραίνει από σημασίες.
Να τι προσπαθώ να πω: ότι εκείνοι οι πρώτοι που αντιστάθηκαν, μετρημένοι στα δάχτυλα, μοναχικοί και εξαιρετέοι από μια κοινωνία που απείχε ή φοβόταν, ήταν αυτοί που αναλάμβαναν ακέραιη την ευθύνη των πράξεών τους και που επικύρωναν την ηθική διάσταση της πολιτικής που ναι, ακόμα κι αν μας φαίνονται φθαρμένες οι λέξεις, στην ανιδιοτέλεια και την αυταπάρνηση βασίζεται. Χρόνια μετά, όταν το κίνημα κατά της χούντας πήρε χαρακτήρα μαζικό, όταν η Νομική εξεγέρθηκε και μάτωσε το Πολυτεχνείο κι όταν σύντομα η χούντα κατέρρευσε, γελοία και τραγική μαζί, η έννοια της ατομικής ευθύνης απολέσθηκε και οι διαφορετικές προσωπικές στάσεις εξομοιώθηκαν. Μαζί χάθηκε και το παραπλήρωμα της ατομικής ευθύνης: η ταύτιση ατομικού και συλλογικού με την υποταγή του πρώτου στο δεύτερο. Ηταν πια ίδιο το να έχεις βασανιστεί στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, να έχεις περάσει έξω από το Πολυτεχνείο ή να ακούς, κρυφά, Θεοδωράκη στο οικογενειακό ηλεκτρόφωνο. Οταν όμως η μνήμη είναι λειψή και η ιστορία γράφεται με αποσιωπήσεις, έρχονται οι στρεβλώσεις και γεννιούνται τέρατα, όπως αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα, το φτιαγμένο από εμμονές και εννοιακές συγχύσεις, που οδήγησε στη σημερινή πολιτική αποτελμάτωση, στον κοινωνικό μαρασμό, στην απόλυτη κυριαρχία του ατομικού σε βάρος του συλλογικού.
Γιατί όταν η ατομική ευθύνη εξαερώνεται και διαχέεται η έννοιά της σε ένα απροσδιόριστο κοινωνικό σύνολο, τότε δεν υπάρχει κανένας ένοχος σύμπραξης ή ανοχής προς δικτατορίες, νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα, εκτροπές κάθε είδους. Ή -πράγμα που είναι το ίδιο- ευθύνονται όλοι εξίσου. Στη μεταπολίτευση ένοχοι ήταν άλλοι - λίγοι, με ονοματεπώνυμο. Οι υπόλοιποι, οι πολλοί, αξίωναν δάφνες αντιστασιακές και διεκδικούσαν την εξαργύρωσή τους - «ιδεολογική» στην αρχή, αλλά σύντομα πραγματική, υλική, οικονομικής ή εξουσιαστικής τάξης. Και βεβαίως, από το ‘81 και μετά, ικανοποιήθηκαν: κάθε ομάδα «διεκδικούντων» αμείφθηκε ανάλογα με τη δύναμή της κι ας ήταν από «δανεικά».
Μένει να δούμε αν στη «νέα μεταπολίτευση» η ευθύνη και πάλι θα διαχυθεί, θα μετατεθεί, με άλλα λόγια θα ακυρωθεί. Γιατί αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο 1974 και το 2010, είναι η ανυπαρξία διαχωριστικών γραμμών, η αδυναμία διάκρισης των λυσσαλέων ατομικισμών που βαφτίζονται συλλογικότητες για να θολώσουν τις έννοιες της υπευθυνότητας και της αλληλεγγύης. Μένει να δούμε αν θα ξαναβρούμε το νόημα των λέξεων και των πράξεων. Να δούμε αν θα καταφέρουμε να συγκροτήσουμε, επιτέλους, κοινωνία.
της Kατερίνας Σχινά, www.kathimerini.gr, 23 Μαΐου 2010