Σε ανατύπωση
Μετάφραση: Δημήτρης Ποταμιάνος
Κομψότατος και σεβαστικός χαιρετισμός –με τα λόγια του ίδιου του ακαδημαϊκού: «αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτούς τους Μικρούς επειδή πάντα τους αγάπησα με βαθύ σεβασμό»– στη νέα γενιά. Μερικοί θα τον βρουν υπεραισιόδοξο. Και όμως, έχοντας πάντα κατά νου τι γίνεται στην υπόλοιπη όλο και πιο δικτυωμένη οικουμένη, ας δούμε επιτέλους τι συμβαίνει και στα δικά μας τα λημέρια. Χώρια τους όλο και πιο ευρηματικούς ιστότοπους, σφύζουν αυτήν τη στιγμή το κέντρο αλλά και οι περιφέρειες από νεανικά hubs, συνεργατικούς/συνδημιουργικούς χώρους. Σφυρηλατούνται όχι μόνον νέες μορφές γνώσης, επικοινωνίας και ευφάνταστων παραγωγικών όπως και καταναλωτικών πρακτικών, αλλά και νέοι πολιτικοί θεσμοί που σύντομα θα πάρουν τη θέση των παλιών. Αυτών που εντελώς παραπειστικά συνεχίζουν, υποτίθεται, να επικρατούν, και που ο Serres τους παρομοιάζει με τ’ αστέρια που εξακολουθούμε να τα βλέπουμε να λάμπουν, ενώ οι αστρονόμοι μάς διαβεβαιώνουν πως έχουν προ πολλού πεθάνει.
Διακεκριμένος επιστημολόγος ο Michel Serres, στηρίζει το επιχείρημά του στη δραστική αλλαγή του γνωσιακού και επιχειρησιακού παραδείγματος. Στην πιο κρίσιμη στιγμή θα εμπιστευθεί ωστόσο το λυτρωτικό ξέσπασμα της Κοντορεβιθούλας του: «Δεν θέλουμε πια οι όμιλοί μας να πήζουν με το αίμα. Αχρείαστη για τις εικονικές ζωές μας –(και δεν ήταν δα λιγότερο εικονικά τα δικά σας φαντάσματα: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια)– η ενσάρκωση αυτή. Δεν θέλουμε πια το συλλογικό να χτίζεται με τις σφαγές των άλλων ή και με τις ίδιες τις δικές μας θυσίες. Να ποιο είναι το μέλλον της δικής μας ζωής, έναντι της ιστορίας σας και των πολιτικών του θανάτου».
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Η Κοντορεβιθούλα της εποχής μας
Ο Σερ εξετάζει το παρελθόν για να διανοίξει το μέλλον μας, όχι για να εκθειάσει το παρελθόν, και μια τέτοια κοσμοθεώρηση είναι αφ’ εαυτού της φρέσκια.
Η ψηφιακή τεχνολογία έχει αλλάξει πολλές όψεις της καθημερινής ζωής, όχι εκατομμυρίων, αλλά δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Γι’ αυτό και από κάποιους ειδικούς θεωρείται η σημαντικότερη τεχνολογική εφεύρεση ενός μέσου επικοινωνίας μετά την τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, εδώ και μισή χιλιετία.
Οι νέες γενιές, τις οποίες θα αποκαλούσαμε (ακολουθώντας τον παραγνωρισμένο Βίλεμ Φλούσερ) «τηλεματικές», έχουν αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στα νέα πολυμέσα, ενώ και αρκετά μέλη παλαιότερων γενεών προσπαθούν, συχνά με μεγάλη επιτυχία, να προσαρμοστούν στις νέες ευκαιρίες και προκλήσεις που γεννά το διαδίκτυο – τώρα πια και με τις απρόσμενες ευλογίες του Πάπα, που πρόσφατα χαρακτήρισε το διαδίκτυο «δώρο Θεού»... Συνάμα, ωστόσο, οι παλαιές γενιές αρέσκονται σε μια ολοένα πιο κινδυνολογική στάση απέναντι στην ψηφιακή κουλτούρα, με επίκεντρο την πραγματική ή υποτιθέμενη αλλοίωση έως και εξαφάνιση κάποιων παραδοσιακών αξιών.
Από τον κορυφαίο Γάλλο φιλόσοφο και επιστημολόγο Μισέλ Σερ (γεν. 1930), που δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια της Γαλλίας και των ΗΠΑ και είναι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θα περιμέναμε –αν μη τι άλλο, λόγω ηλικίας– να συνταχθεί με τις παλαιές γενιές ως προς το ζήτημα του διαδικτύου και των ραγδαίων αλλαγών που έχει επιφέρει στη ζωή μας. Κι όμως, ο γηραιός πλην σοφός Σερ φανερώνεται όχι απλώς ανοιχτός στον ψηφιακό κόσμο, αλλά ένθερμος, σχεδόν φανατικός θιασώτης του. Στο ευσύνοπτο βιβλίο του Η Κοντορεβιθούλα, που εκδόθηκε το 2012 στη Γαλλία και μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τον καθηγητή Δημήτρη Ποταμιάνο, παρουσιάζει αρκετούς λόγους για τους οποίους οι νέες, κατεξοχήν ψηφιακές γενιές θα (άξιζε να) αντικαταστήσουν τις παλαιότερες.
Οι παλαιές γενιές αρέσκονται σε μια ολοένα πιο κινδυνολογική στάση απέναντι στην ψηφιακή κουλτούρα, με επίκεντρο την πραγματική ή υποτιθέμενη αλλοίωση έως και εξαφάνιση κάποιων παραδοσιακών αξιών.
Σύμφωνα με τον Σερ, το ανθρώπινο «παράδειγμα» έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1970, και αλλάζει σε αυξανόμενο βαθμό όσο εξελίσσονται οι νέες τεχνολογίες. Στο ανά χείρας βιβλίο, ο φιλόσοφος κωδικοποιεί το νέο ψηφιακό άτομο ως «Κοντορεβιθούλα»: είναι, όπως μας εξηγεί ο μεταφραστής, μια υπέρ του θηλυκού γένους εκδοχή του γνωστού ήρωα του παραμυθιού του Σαρλ Περό (Petit poucet), με την επιπλέον έννοια ότι, επειδή pouce σημαίνει «αντίχειρας», είναι το άτομο που παίζει στα δάχτυλα τις νέες τεχνολογίες. Η Κοντορεβιθούλα και ο Κοντορεβιθούλης της εποχής μας, αυτοί οι εξατομικευμένοι ανώνυμοι πολίτες του δικτυωμένου κόσμου οι οποίοι θέλουν να πάρουν τον δικό τους δρόμο στη ζωή, διαφέρουν ουσιωδώς από τους προγόνους τους: «Αυτός ή αυτή που θέλω να σας παρουσιάσω δεν ζει πλέον συντροφικά με ζώα, δεν κατοικεί την ίδια γη, δεν έχει πλέον την ίδια σχέση με τον κόσμο». Δεν έχουν (ακόμα) γνωρίσει τον πόλεμο, την αρρώστια, την πείνα. Στη διαμόρφωσή τους συμβάλλουν οι νέες τεχνολογίες, τα μέσα ενημέρωσης, η διαφήμιση, η κοινωνία της κατανάλωσης και του θεάματος, την οποία ουσιαστικά κατασκεύασαν, απόλαυσαν (πραγματικά ή φαντασιακά) και τους μεταδίδουν οι γονείς τους. «Τα παιδιά λοιπόν αυτά κατοικούν στην εικονική σφαίρα […] Δεν έχουν πια το ίδιο κεφάλι».
Τι άλλο προσπάθησαν να τους μεταδώσουν οι γονείς, αλλά δεν τα κατάφεραν; Ιδεολογίες. Και ευτυχώς, αναφωνεί ο Σερ. Το επιχείρημά του θα προκαλέσει ανατριχίλα στους ιδεολόγους, τους ηθικολόγους, τους ρομαντικούς. Αλλά δεν έχει άδικο: «Το νεογέννητο αυτό άτομο είναι μάλλον μια καλή είδηση. Βάζοντας στη ζυγαριά τα μειονεκτήματα αυτού που οι γερομπαμπαλήδες αποκαλούν “εγωισμό” με τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομα και για χάρη του πάθους μας να ανήκουμε ντε και καλά κάπου –εκατοντάδες εκατομμύρια νεκρών–, αγαπώ με αληθινή αγάπη τους νέους αυτούς ανθρώπους». Ποιος σώφρων θα αρνούνταν ότι η μετατροπή των πανίσχυρων συλλογικών δεσμών σε χαλαρούς ατομικούς συνδέσμους, η αλλαγή του συλλογικού (collectif) σε συνδεσμικό (connectif), όπως εύστοχα γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος, έχει και κάποια πλεονεκτήματα;
Η γνώση αλλάζει, ο δε τρόπος μετάδοσής της έχει αλλάξει ακόμα περισσότερο, μας λέει ο Σερ. «Το παιδαγωγικό σύστημα άλλαξε τρεις φορές: με τη γραφή οι Έλληνες ανακάλυψαν την παιδεία. Μετά την τυπογραφική επανάσταση τα παιδαγωγικά εγχειρίδια γέμισαν τον κόσμο. Σήμερα;» Σήμερα η γνώση βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο, προσβάσιμη σε όλους, συνεπώς δεν είναι ανάγκη «να» μεταδοθεί, αφού «ήδη» μεταδίδεται άμεσα και ακατάπαυτα. Ο Γάλλος επιστημολόγος θα αφιερώσει αρκετές σελίδες σε κάτι που γνωρίζει άριστα: στον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν ιστορικά και πολιτισμικά η εκπαίδευση, η διάδοση της γνώσης, η μετάδοση των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Πρόκειται για τις «μαλακές» επαναστάσεις, όπως γράφει, τις οποίες θεωρεί συχνά πιο επιδραστικές από τις «σκληρές» επαναστάσεις, που περιλαμβάνουν τα εργαλεία, τα μηχανήματα κ.λπ. «Το μαλακό οργανώνει και συσσωματώνει αυτούς που χρησιμοποιούν το σκληρό».
Η Κοντορεβιθούλα δεν είναι πια υποχείριο της αυθεντίας, αλλά αξιώνει να αξιολογεί την αυθεντία, κάθε αυθεντία, αρχής γενομένης από τους δασκάλους της. Και καλά κάνει, λέει ο Σερ: «Πάνε σαράντα χρόνια που οι φοιτητές μου με βαθμολογούν σε άλλα πανεπιστήμια. Και δεν μου έχει κάνει κανένα κακό. Γιατί; Επειδή, χωρίς κανένας νόμος να το ορίζει, οι φοιτητές που παρακολουθούν ένα μάθημα πάντα αξιολογούν τον καθηγητή» (κάτι που, αν μπορούσαν, θα εισάκουγαν όσοι Έλληνες καθηγητές εναντιώνονταν/εναντιώνονται στην αξιολόγησή τους). Ο Σερ συνεχίζει ακάθεκτος να παίρνει το μέρος της Κοντορεβιθούλας, να κατακεραυνώνει κάθε μορφή εξουσίας και αυθεντίας, όπως τους πολιτικούς, των οποίων τις «μπαρούφες» και τον «ξύλινο λόγο» δικαίως αποστρέφεται και απορρίπτει η νέα γενιά. Πατρίδα, Τάξη, Φυλή, Εκκλησία, Ανδρικό Φύλο, όλα αυτά τα «αιμοσταγή φαντάσματα» για τα οποία οι περασμένες γενιές έδωσαν και έχυσαν αίμα, προκαλούν αηδία, όταν δεν προκαλούν αφόρητη πλήξη, στην Κοντορεβιθούλα. Σήμερα, το πάνω χέρι έχει πάρει το φάντασμα της Αγοράς, εναντίον του οποίου πρέπει να στραφεί, κατά τον Σερ, η νέα γενιά, αφού «πάνω από το ένα τρίτο της ανθρωπότητας ζει ακόμα βασανιστικά στη φτώχεια».
Στον «πολιτισμό της πρόσβασης» δεν γίνεται παρά να εγκωμιάσουμε τον κώδικα. «Υπάρχω, άρα είμαι ένας κώδικας, μετρήσιμος, απροσμέτρητης αξίας». Ο ψηφιακός άνθρωπος στη «νέα δημοκρατία της γνώσης» αξιώνει, σύμφωνα με τον Σερ, να διαλύσει την πυραμιδοειδή κατασκευή της εξουσίας, που εδώ και μερικές χιλιετίες έχει στήσει τη Μεγαμηχανή της (για να θυμηθούμε τον Μύθο της μηχανής του Λιούις Μάμφορντ) ώστε να ελέγχει την ανθρώπινη ζωή. Ως αντίδραση σε αυτό τον «ασάλευτο Πύργο», οι νέες ψηφιακές γενιές, οι Κοντορεβιθούληδες του παρόντος και του μέλλοντος, αξίζει να εγείρουν έναν νέο πύργο που θα είναι «κινούμενος, μεταβλητός, ρευστός, παρδαλός, πολύχρωμος, με δέρμα τίγρης, καμωμένος από ψηφίδες μωσαϊκού και μαρκετερί, ένας πύργος λάλος, όλος μικρές χρωματιστές φωτίτσες, που θα αντιπροσωπεύει τη συνδεδεμένη συλλογικότητα».
Αισιόδοξος; Ως εκεί που δεν πάει. Ανοιχτομάτης σε όλα, μα τυφλός μπρος στις διαχρονικές ανθρωπολογικές σταθερές; Πιθανόν. Αδιάφορος απέναντι στον «δημοκρατικό μηδενισμό» (Ζαν Μποντριγιάρ) της μεταμοντέρνας εποχής; Ενδεχομένως. Μα όλα αυτά, πέραν του ότι και ο ίδιος ο Σερ τα γνωρίζει, δεν έχουν εν προκειμένω τόση σημασία. Το βιβλίο του Σερ είναι ένα ευσύνοπτο μανιφέστο για την ψηφιακή γενιά, όχι μια σχολαστική μελέτη αυτού του φαινομένου. Αν ήταν μια τέτοια μελέτη, θα είχε να αναλογιστεί σε βάθος όλα τα τιμήματα που οπωσδήποτε θα πληρώσουν οι νέες γενιές στις προσπάθειές τους να φτιάξουν έναν άλλο, τον δικό τους, κόσμο. Ο Σερ εξετάζει το παρελθόν για να διανοίξει το μέλλον μας, όχι για να εκθειάσει ως «γερομπαμπαλής» το παρελθόν, και μια τέτοια κοσμοθεώρηση είναι αφ’ εαυτού της φρέσκια, θετική, πολύτιμη, σχεδόν ανακουφιστική μες στη γεροντοκρατία που μας πλήττει.
Η Κοντορεβιθούλα του Μισέλ Σερ μπορεί λοιπόν να διαβαστεί ως ένα tour de force υπέρ ενός «νέου ανθρώπινου όντος» το οποίο σπεύδουν να καταδικάσουν, επειδή το φοβούνται και επειδή δεν το κατανοούν, αυτοί ακριβώς που το διαμόρφωσαν. Οι προ-τηλεματικοί γονείς κοιτάζουν τα τηλεματικά τέκνα τους και αποστρέφουν το βλέμμα τους. Το πιο χαριτωμένο της υπόθεσης είναι πως τα τηλεματικά τέκνα έχουν ήδη προλάβει να αποστρέψουν το δικό τους βλέμμα από τους γεννήτορες και δημιουργούς τους και να το στρέψουν στο μέλλον. Και καλά (τους) κάνουν.
του Γιώργου Λαμπράκου, 27.01.2014
Η επικράτηση της νέας γενιάς και η θηλυκή πλευρά των νεωτερισμών
Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με τα παιδιά μας. Δεν έχουμε τις ίδιες εμπειρίες, δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, δεν κατοικούμε στον ίδιο χώρο, δεν ζούμε στην ίδια φύση, δεν ψηλαφίζουμε με τον ίδιο τρόπο τον κόσμο. Για εκείνα, το σύμπαν δεν ορίζεται πια από τις αποστάσεις, αλλά βρίσκεται στις άκρες των δαχτύλων τους – αυτών των επιδέξιων δαχτύλων που γράφουν τα μηνύματα με εξωφρενική ταχύτητα στα κινητά τους τηλέφωνα, που χειρίζονται την εικονική σφαίρα με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα. Για εκείνα, το σώμα, η γέννηση, ο θάνατος, ο πόνος, το επάγγελμα, οι τόποι, οι συνθήκες ύπαρξής μας στον κόσμο έχουν ριζικά μεταμορφωθεί. Κι αν εμείς, οι παλαιότεροι, αδυνατούμε να συλλάβουμε ακριβώς το εύρος αυτής της μετάλλαξης, είναι γιατί οι παλιές έννοιες, οι φθαρμένοι μας θεσμοί, εξακολουθούν να εκπέμπουν κάποιο φως – όμως, τούτο το φως είναι όμοιο με τρεμοφέγγισμα αστερισμών που έχουν προ πολλού πεθάνει. Ανατέμνοντας την κοσμογονική αλλαγή γνωσιακού και επιχειρησιακού παραδείγματος που έχει συντελεστεί στην ψηφιακή εποχή μας, ο σπουδαίος επιστημολόγος Μισέλ Σερ βάζει στο επίκεντρο του λυρικού, αισιόδοξου δοκιμίου του την Petite Poucette, τη Δαχτυλίτσα του παραμυθιού του Σαρλ Περό (ο Δ. Ποταμιάνος, που τόσο γλαφυρά μετέφρασε το βιβλίο, την προτιμά «Κοντορεβιθούλα» και εξηγεί γιατί). Είναι η ενσάρκωση (θηλυκή, βεβαίως, αφού «στις τελευταίες δεκαετίες είμαστε μάρτυρες του θριάμβου των γυναικών») της νέας γενιάς, που παίζει τις νέες τεχνολογίες στα δάχτυλα, αρνείται τις ιδεολογίες των γονιών της, προκρίνει το συνδεσμικό (connectif) έναντι του συλλογικού (collectif) ή μάλλον επιχειρεί μια σύνδεση των δύο, αξιώνοντας να καταλύσει την πυραμίδα της εξουσίας προς όφελος ενός νέου ζιγκουράτ, όχι διχαστικού όπως ο Πύργος της Βαβέλ, αλλά ενωτικού, ενός πύργου που «θα αντιπροσωπεύει τη συνδεδεμένη συλλογικότητα» και θα είναι «κινούμενος, μεταβλητός, ρευστός, παρδαλός, πολύχρωμος». Το όραμα του Μισέλ Σερ για τη «νέα δημοκρατία της γνώσης», που τη βλέπει να ανατέλλει «αεικίνητη, ζωηρή και γλυκιά», συγκροτείται σαν ένα δοξαστικό προς τη νέα γενιά και το αίτημά της –«να μη χτίζεται πια το συλλογικό με τις σφαγές των άλλων ή και με τις ίδιες τις δικές μας θυσίες»– και ταυτόχρονα σαν ένα εγκώμιο προς τον «πολιτισμό της πρόσβασης», του οποίου γλωσσικό και γνωστικό αντίστοιχο είναι ο κώδικας. «Ο κώδικας αναδεικνύει ένα νέο εγώ», γράφει ο Σερ. «Προσωπικό, οικείο, μυστικό; Ναι. Γενικό, δημόσιο, δημοσιεύσιμο; Ναι. Καλύτερα ακόμα, και τα δύο: διπλό». Για τον Σερ, το τέλος των κοινωνιών που βασίζονταν στην πειθαρχία, το τέλος της εκκλησίας, του κράτους, του σχολείου, του στρατώνα, του εργοστασίου, το τέλος των πατρίδων, των τάξεων, του συνδικάτου, της οικογένειας, απελευθερώνει ένα χώρο ανεμπόδιστης κυκλοφορίας και αμοιβαίων ανταλλαγών ανάμεσα στις μονάδες, τους κώδικες. Αμφισβητεί την αυθεντία και τα εξουσιαστικά πρότυπα. Ευαγγελίζεται μια νέα ισότητα. Ομως η προφητεία του Σερ, παρά την αισιοδοξία της, παραμένει αμφίσημη: «Μέσα σε σκόρπιους υπολογιστές, εδώ και παραπέρα, ο καθένας θα μπορεί να εισάγει το διαβατήριό του, την ανώνυμη και εξατομικευμένη εικόνα του, την κωδικοποιημένη ταυτότητά του, έτσι ώστε μια ακτινοβολία λέιζερ, που θα εκτινάσσεται πολύχρωμη από το έδαφος και θα αναπαράγει τις αμέτρητες αυτές κάρτες στο σύνολό τους, θα δίνει την εικόνα της μυριόστομης αυτής συλλογικότητας, δεόντως εικονικά σχηματισμένης. Από μόνος του ο καθένας θα εισχωρεί σε αυτήν την εικονική αλλά και τόσο αυθεντική ομάδα που θα ενώνει, σε μια μοναδική και πολλαπλή ταυτοχρόνως εικόνα, όλα τα άτομα που θα συμμετέχουν σ’ αυτό το κατακερματισμένο σώμα, με τα χειροπιαστά και κωδικοποιημένα γνωρίσματά τους». Παρά την εμφατική, χαρμόσυνη εξαγγελία του Σερ, αναρωτιέται κανείς μήπως στη βάση τούτου του ονείρου καραδοκεί ο εφιάλτης. Μήπως με άλλα λόγια, αυτή η «συνδεδεμένη συλλογικότητα» ατόμων-ψηφιακών δεδομένων, ατόμων αφοσιωμένων στην ταχύτατη και ασταμάτητη ανταλλαγή πληροφοριών (προς τι και με ποιο σκοπό;) θυμίζει περισσότερο μυρμηγκοφωλιά παρά ανθρώπινη κοινωνία. Ο κόσμος πράγματι άλλαξε τόσο πολύ, «που οι νέοι πρέπει να ανακαλύψουν ξανά τα πάντα». Ισως, όμως, ο τρόπος τους να ακολουθήσει ολότελα διαφορετικό μονοπάτι από την εξιδανικευμένη εικόνα της ψηφιακής επανάστασης με την οποία ολοκληρώνεται το κατά τα άλλα λαμπρό, δροσερό και κυρίως παρηγορητικό δοκίμιο του Μισέλ Σερ.
της Κατερίνας Σχινά, Η Καθημερινή, 16.02.2014