Μετάφραση: Μαρία Παγουλάτου
Ένας μικρός, κομψότατος ύμνος στη σιέστα, μεσημεριανή ανάπαυλα, που κατά τον συγγραφέα είναι ο πιο εκλεπτυσμένος τρόπος να ξαναβρούμε τον εσωτερικό μας ρυθμό και να επιτρέψουμε στις σκέψεις μας να απλωθούν και να περιπλανηθούν.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
«Η σιέστα είναι ένας χρόνος που εμπεριέχει την τέχνη της ζωής!»
Ο καθηγητής της Πολεοδομίας του Πανεπιστημίου Paris XII Τιερύ Πακό εξηγεί –μεταξύ μιας σιέστας και της επόμενης– γιατί ένας μακάριος μεσημεριανός υπνάκος είναι μια τέχνη που όλοι μας οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε, να διαδίδουμε, να βιώνουμε συνειδητά με ευχαρίστηση και σοβαρότητα. Διαβάστε και ακολουθήστε τον με... κλειστά μάτια!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
του Γιάννη Τζανετάκη, Andro.gr, 2.7.2016
Σιέστα, το δικαίωμα στην τεμπελιά
Ο πολεοδόμος Τιερί Πακό, εξυμνεί την τέχνη της, ακολουθώντας τη γαλλική παράδοση δοκιμίων
Η «σιέστα», η μεσημεριανή ανάπαυλα, που συνδέεται αναπόσπαστα μ’ έναν «υπνάκο», είναι μια τέχνη ταπεινή και μάλλον ξεχασμένη. Προνόμιο των προηγούμενων γενεών, των μεσογειακών λαών και των λατινοαμερικανικών κοινωνιών (λόγω κλιματολογικών, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών συνθηκών), που εξήγαγαν τον «μεξικανικό ιδεότυπο» -ένας συνήθως αξύριστος χωρικός, που ρίχνει έναν μεσημεριανό ύπνο στην πλατεία του χωριού, στη σκιά του τεράστιου σομπρέρο του-, όπως τον γνωρίσαμε στα «σπαγγέτι ουέστερν», αλλά και στα «καουμπόικα» του Σαμ Πέκινπα, η σιέστα παρέμενε το κατ’ εξοχήν φάρμακο στην πίεση της καθημερινότητας, προτού ενσκήψουν το στρες, οι αυτοκίνητες μετακινήσεις και το συνεχές ωράριο. Το βιβλιαράκι του πολεοδόμου Τιερί Πακό, στην κομψή γαλλική παράδοση των μικρών δοκιμίων, εξυμνεί την «τέχνη της σιέστας» και, ταυτόχρονα, μας μεταφέρει μέσω της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, σε μια ξεχασμένη «μικροχαρά». Το ερώτημα, αν το βιβλίο προηγείται της σιέστας ή την ακολουθεί, παραμένει ανοιχτό στον αναγνώστη.
Ραστώνη και οκνηρία
Η σιέστα, η ενδιάμεση ανάπαυλα που συνοδεύεται από έναν ύπνο, είναι η συμπύκνωση του dolce far niente σε ανύποπτο χρόνο. Ο Πακό, εγκαταλείπει πρόσκαιρα τις πολεοδομικές θεωρίες και, προεκτείνοντας τον Μοντέν («Περί απραξίας»), μας ξεναγεί αρχικά σε μία «πινακοθήκη της μεσημβρινής ραστώνης», ανάμεσα στη λαγνεία του Κουρμπέ και την υποβλητική ακινησία του Σερά, για να περάσει λίγο μετά στις βιβλιοθήκες που στεγάζουν μικρούς και μεγάλους πνευματικούς θησαυρούς για τον «δαίμονα της μεσημβρίας», τη στιγμή της μέρας, κατά την οποία, «η σκιά σπανίζει και ο ήλιος θριαμβεύει».
Αναζητώντας τις ιστορικές και εννοιολογικές αναφορές της από τους αρχαίους Ελληνες και τους Ρωμαίους μέχρι τις μεσαιωνικές, σαν υπνοβάτης, συνεχίζει την περιπλάνησή του, προσδιορίζοντας ευφυώς, με τη βοήθεια του Λιούις Μάμφορντ («η μηχανή-κλειδί της εποχής της εκβιομηχάνισης δεν είναι η ατμομηχανή, είναι το ρολόι»), την πρώτη, σημαντική τομή στην εξελικτική ιστορία της μεσημβρινής ανάπαυλας. Πλέον, η πρόσληψη και αξιολόγηση του χρόνου περνά από τη φυσιοκρατική-θρησκειολογική πρόσληψη στην «πραγμοποίηση», στον «μηχανικό χρόνο», που είναι ταυτόχρονα, όπως επισημαίνει ο Ζακ Λε Γκοφ, ο χρόνος των εμπόρων, της μισθωτής εργασίας, ο κατ’ εξοχήν αστικός χρόνος.
Ιδιωτική «χρονοτοπία»
Εκμηχανισμός της παραγωγής, ακόμα και της αγροτικής, και ευρύτερη εκβιομηχάνιση επιβάλλουν νέους ρυθμούς (που θα διασταλούν εκρηκτικά στην απελευθερωτική σάτιρα των «Μοντέρνων καιρών», του Τσάπλιν) και, ταυτόχρονα, επανεντάσσουν τη σιέστα στους «βιορυθμούς του καπιταλισμού».
Ο Πακό, ως υποδειγματικός «σιεστολόγος», είναι τρόπον τινά ένας ρεφορμιστής του «δικαιώματος στην τεμπελιά» (Π. Λαφάργκ). Στην παράδοση του γαλλικού δοκιμίου, και μιας «εθνικής σχολής» που αναδεικνύει την «ποιητική του στοχασμού», μας παραδίδει ένα εγκώμιο για τη σιέστα, ως «μέσον χειραφέτησης», έστω πρόσκαιρης και σύντομης. Η σιέστα, «αυτός ο νεκρός, μα τόσο ζωντανός χρόνος», ως επιλογή είτε ως διαφυγή, είναι η ιδιωτική «χρονοτοπία» και μια πρόσκαιρη απόδραση από την «αστικοποίηση των ηθών».
Στο τελευταίο κεφάλαιο («Για να μην τελειώνουμε»), ο Πακό θυμίζει έντονα τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι («Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι», 1997), όμως, αν εσείς δεν θυμάστε την πρώτη σας σιέστα, μην ανησυχείτε, ούτε ο συγγραφέας τη θυμάται.
του Κώστα Θ. Καλφόπουλου, kathimerini.gr, 22.4.2010
5 σημειώσεις για την υπέροχη τέχνη της σιέστας από το ομώνυμο βιβλίο των εκδόσεων «Ποταμός».
«Η σιέστα είναι επιτακτική ανάγκη. Σας επιβάλλεται, δεν σας εκλιπαρεί. Είναι εκεί, παρούσα, θελκτική, προκλητική, τρυφερή- με μια λέξη ακαταμάχητη. Σας τυλίγει με τη ζέστη της, σας κανακεύει, σας χαϊδολογά. Την ακολουθείται τυφλά.»
«Ο Εζέν Ντελακρουά στη Γυναίκα με τον παπαγάλο (1827), προσδίδει στη σιέστα χρώματα ζεστά, σαρκικά, ερωτικά. Στις Γυναίκες από το Αλγέρι στο διαμέρισμά τους (1834) αφήνει να διαφανούν οι προετοιμασίες για μια σχέση ονειρεμένη, είναι αλήθεια πως ο καπνός του ναργιλέ είναι ένας συνηθισμένος τρόπος μεταφοράς.»
«Το "μεσημέρι" είναι μια ώρα μεγάλης σεξουαλικής έντασης, όπου το σπέρμα χύνεται ποτάμι…Πόσοι νυσταλέοι βοσκοί, δεν ζευγάρωσαν με Σειρήνες; Πόσες παράνομες, απολαυστικές συνουσίες δεν πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ενός χωρικού και μιας διαβόλισσας; Πόσα ερωτικά όνειρα δεν γεννήθηκαν τις στιγμές της σιέστας, όπου η σεξουαλική επιθυμία συνοδεύεται από μια μηχανική απελευθερωτική κίνηση, κι όλα αυτά υποσυνείδητα, όπως, λέμε υπό-τονικά;»
«Η σιέστα είναι σίγουρα ένας "ανοιχτός ορίζοντας". Ανήκει σε όσους δίνουν νόημα στους ορίζοντες αυτούς, αποτελεί μια ελευθερία, μια δυνατότητα. Αυτή η ρήξη στην ευθεία οδό της μισθωτής εργασίας είναι το αποτύπωμα ενός αιφνιδιασμού. Μιας μεταστροφής. Μιας παρακαμπτηρίου. Η σιέστα είναι μια παρακαμπτήριος στην απόλυτα διευκρινισμένη, υποχρεωτική, συνηθισμένη μηχανική δραστηριότητα.»
«Η επιλεγμένη σιέστα επιφέρει μια πλήρη αναδιοργάνωση των ωραρίων των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων. Δεν πρόκειται εδώ για το αν θα κλείνουμε από τότε μέχρι τότε, αλλά για το πώς θα απέχουμε από αυτό που ο Πιερ Σανσό αποκαλεί ικανοποιητικό "κυμαινόμενο χρόνο". Παίρνοντας υπόψη την ποικιλία των ατομικών συμπεριφορών όλου του κόσμου δίχως να ζημιωθεί κανείς.»
Lifo, Κατερίνα Ι. Ανέστη
«Θα πάρω μαζί μου […] το δοκίμιο του Τιερύ Πακό Η τέχνη της σιέστας. Μερικές σελίδες […] πριν από τον γλυκό μεσημεριανό ύπνο.»
Το Βήμα, Νίκος Μπακουνάκης.