Μετάφραση, πρόλογος: Κατερίνα Σχινά
Μάστορας των τεχνικών της υπερβολής, της ασέβειας και της ολύμπιας αταραξίας, ο Μαρκ Τουέιν υπήρξε μεγάλος χιουμορίστας, ένας κυνικός, που οι αφορισμοί του έμειναν στην ιστορία.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Η αρχαιότερη τέχνη του κόσμου
Πάντα καταδικάζουμε το ψέμα, αλλά συνήθως δεν θέλουμε την αλήθεια. Μισούμε τον ψεύτη, αλλά αγαπάμε τα ψέματά του. Επαινούμε τον φιλαλήθη, αλλά τον βρίσκουμε ανυπόφορο. Ο Μαρκ Τουέιν, με το σπαρταριστό χιούμορ του, ξεσκεπάζει την κυριαρχία του ψεύδους στην κοινωνική και πολιτική ζωή πλέκοντας το εγκώμιό του!
Αυτά τα τομίδια με μικρά κείμενα κλασικών συγγραφέων, δοκιμιακά ή αφηγηματικά, που βγάζουν διάφοροι εκδοτικοί οίκοι, είναι από τα πιο ευχάριστα εκδοτικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων. Ανάμεσα σε τέτοια σκαλαθύρματα ανακαλύπτουμε, πολύ συχνά, αληθινά διαμάντια της σκέψης και της τέχνης του λόγου. Και μπορούμε να τ΄ απολαύσουμε άμεσα, χωρίς να μας κόβουν την όρεξη εκείνες οι σχοινοτενείς, δυσκοίλιες, τρομοκρατικές εισαγωγές και πρόλογοι που συνοδεύουν τις συγκεντρωτικές εκδόσεις, με τη μπαρόκ, ναρκισσιστική σχολαστικότητα της φιλολογικής επιμέλειάς τους.
Ο Μαρκ Τουέιν, λοιπόν. Του είχα ανέκαθεν μια αδυναμία, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι τόσο το «Τομ Σόγιερ» όσο και το «Χόκλμπερι Φιν» τα γνωρίζω μόνον από τα παλιά Κλασικά Εικονογραφημένα τα οποία ευγνωμονώ, γιατί μου έδωσαν από νωρίς μια καλή ιδέα για πολλά κλασικά λογοτεχνικά έργα που, όπως κατάλαβα αργότερα, δεν θα κέρδιζα κάτι περισσότερο διαβάζοντάς τα, αλλά φυσικά δεν μπορούσαν να μου προσφέρουν στις διασκευές τους τη χάρη του ύφους και τις νοηματικές αποχρώσεις άλλων λογοτεχνικών έργων. Ο Μαρκ Τουέιν ανήκει στη δεύτερη περίπτωση.
Εχω διαβάσει πολλά άλλα κείμενά του και πάντα έβλεπα να καθρεφτίζονται σ΄ αυτά μερικές από τις θετικότερες πλευρές του αμερικανικού πνεύματος των πιονέρων: εκείνη η απλότητα, αλλά και στερεότητα του δημοκρατικού φρονήματος, εκείνη η αντικομφορμιστική πίστη στην κοινή λογική ως όπλου της ανεξάρτητης διάνοιας εναντίον ενός αποστεωμένου συστήματος άτοπων πεποιθήσεων και ηθών.
Ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (όπως ήταν το πραγματικό όνομά του) χαρακτηρίζεται συνήθως ως χιουμορίστας. Στη γλώσσα μας, ο όρος αυτός μ΄ ενοχλεί κάπως, γιατί υπάρχει η τάση να θεωρείται συνώνυμο του ευθυμογράφου. Η απόσταση όμως που χωρίζει τον χιουμορίστα από τον ευθυμογράφο είναι, ακριβώς, η απόσταση που χωρίζει το χιούμορ από την ευθυμία. Τη διαφορά την εξήγησε ο ίδιος ο Μαρκ Τουέιν: μια χιουμοριστική ιστορία λέγεται με μεγάλη σοβαρότητα, ο αφηγητής κάνει ό, τι μπορεί για να συγκαλύψει το γεγονός ότι η ιστορία του μπορεί να έχει κάτι το αστείο, ενώ ο αφηγητής μιας κωμικής ιστορίας τη διηγείται μ΄ έκδηλη ιλαρότητα και είναι ο πρώτος που γελάει, μόλις τελειώσει. Ας προσθέσω εγώ ότι η κωμική ιστορία κατατείνει στο καλαμπούρι, τη φάρσα, ενώ η χιουμοριστική ιστορία έχει πάντοτε μια κριτική αιχμή.
Και οι κριτικές αιχμές του χιουμορίστα Μαρκ Τουέιν είναι δεόντως ανευλαβείς. Δηλαδή, αντάξιες ενός ανθρωπιστή όπως αυτός, που αντιλαμβάνεται πόσο φαρισαϊκά ή και απάνθρωπα (εκτός από άνοστα) είναι τα κηρύγματα του ηθικολόγου και γι΄ αυτό προσπαθεί να υπονομεύσει την ανηθικότητα φορώντας το προσωπείο του ανηθικολόγου! Το «εγκώμιο του ψεύδους», που συνιστούν τα δύο κείμενα αυτού του μικρού βιβλίου, είναι ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά ρητορικά τεχνάσματα όπου ο ομιλητής υπερασπίζεται προκλητικά, με ορθολογικά επιχειρήματα, μια ιδιότητα του χαρακτήρα που την καταδικάζουν όλοι, για να δείξει πόση υποκρισία περιβάλλει την εξύμνηση της αντίθετής της αξίας, αλλά και πόσο παράλογη μπορεί να είναι η άτεγκτη τήρηση αυτής της αξίας.
Θα δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της τακτικής και του ύφους του Μαρκ Τουέιν. «Το παράπονό μου», δηλώνει εκφωνώντας τάχα λόγο στα μέλη μιας φανταστικής Λέσχης του Ψεύδους, «αφορά την παρακμή της τέχνης του ψεύδους. Κάθε υψηλόφρων άνθρωπος, κάθε άνθρωπος με ευαισθησίες που παρατηρεί τον αδέξιο και άχαρο τρόπο με τον οποίο ψευδόμαστε σήμερα, θλίβεται βλέποντας μια τόσο ευγενή τέχνη να εκπορνεύεται». Και, στο δεύτερο κείμενο, συνομιλώντας με κάποιον φίλο του: «΄Εχεις πει εκατομμύρια αλήθειες στη ζωή σου, Τζ..., αλλά αυτό το ένα και μοναδικό πολύτιμο ψέμα τις επανορθώνει όλες. Συνέχισε έτσι».
Σε τι αποσκοπεί αυτή η χιουμοριστική αντιστροφή της ηθικής αξιολόγησης ψεύδους και αλήθειας; Στην υπενθύμιση, καταρχάς, του γεγονότος ότι, ενώ υποτίθεται ότι θεωρούμε ύψιστη αρετή τη φιλαλήθεια, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής μας συνίσταται σε ψέματα, τα λεγόμενα «κατά συνθήκην ψεύδη», όπως π.χ. όταν λέμε σε κάποιον ότι χαιρόμαστε που τον είδαμε, παρόλο που η συνάντηση μπορεί να μας είναι αδιάφορη ή και οχληρή, ή όταν τον ρωτάμε πώς είναι, παρόλο που ποσώς μας ενδιαφέρει η κατάστασή του. Το σαβουάρ βιβρ της καθημερινότητας είναι μια συνεχής άσκηση στην ψευδολογία. Η οποία ψευδολογία γίνεται ωστόσο ολοένα πιο άτεχνη (το παράπονο του αγορητή για την παρακμή της τέχνης του ψεύδους), επειδή εφαρμόζεται ολοένα πιο τυποποιημένα, ολοένα πιο μηχανικά, χωρίς την αίσθηση της αρχικής σκοπιμότητάς της, που ήταν η έκφραση ενός γνήσιου ενδιαφέροντος για τη σχέση μας με τον άλλο. Δεν πρόκειται όμως μόνο περί αυτού. Η αλήθεια είναι συχνά αβάσταχτη, μπορεί μάλιστα να είναι κι επιζήμια, όταν λέγεται άκαιρα. Κανένας μας δεν θ΄ άντεχε να ζήσει πλάι σ΄ έναν «καθ΄ έξιν φιλαλήθη», όπως λέει ο Μαρκ Τουέιν, σπεύδοντας πάντως να μας καθησυχάσει με την προσθήκη ότι τέτοιο πλάσμα, «δόξα τω Θεώ», δεν υπάρχει. Δυστυχώς όμως υπάρχει, όσο και αν σπανίζει. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτού του είδους ανθρώπου και της επικίνδυνης συμπεριφοράς του θα το βρούμε στην «Αγριόπαπια» του ΄Ιψεν. Εκεί, ένας ιδεοληπτικός πάστορας, που πιστεύει πως η αλήθεια έχει σε όλες τις περιπτώσεις εξαγνιστική και απελευθερωτική επίδραση στους ανθρώπους, καταστρέφει τη σχέση ενός αντρόγυνου, με το ν΄ αποκαλύψει στον σύζυγο ένα μυστικό από το παρελθόν της συζύγου (αδιάφορο για την τωρινή διαγωγή της) και, σαν να μην έφτανε αυτό, με το να διαλύσει το ζωτικό ψεύδος στο οποίο στηριζόταν η αυτοεκτίμηση του εύθραυστου συζύγου.
Προχωράει όμως ο Μαρκ Τουέιν και προς μια άλλη κατεύθυνση, εκεί όπου ο ορίζοντας γίνεται τόσο σκοτεινός ώστε μουδιάζει ακόμη και τον χιουμορίστα. Η χειρότερη μορφή ψέματος δεν είναι το ψέμα που λέγεται απερίφραστα, και που στο κάτω κάτω καταδικάζεται, αλλά οι άλλες μορφές του, οι σιωπηλές, που μένουν στο απυρόβλητο, γιατί είναι συλλογικά ψεύδη. «Κατόπιν έρευνας και μαθηματικών υπολογισμών», γράφει ο Αμερικανός, «ανακάλυψα ότι η αναλογία του ψεύδους που λέγεται έναντι όλων των άλλων του μορφών είναι 1 προς 22.894», και αυτή είναι η τελευταία χιουμοριστική ατάκα που επιτρέπει στον εαυτό του καθώς μπαίνει σ΄ αυτή τη ζοφερή περιοχή.
΄Οπου το «σιωπηλό κολοσσιαίο Εθνικό Ψεύδος» είναι «στήριγμα και συνένοχο κάθε τυραννίας, κάθε απάτης, κάθε ανισότητας και κάθε αδικίας που υφίστανται οι λαοί». Ο Μαρκ Τουέιν αναφέρει ως παραδείγματα τον πρόσφατο ακόμη στη χώρα του θεσμό της δουλείας, τη σιωπηλή συναίνεση της κοινής γνώμης στα ψεύδη με τα οποία δικαιολογήθηκαν η δίωξη κατά του Ντρέιφους και οι βρετανικές προετοιμασίες για τον πόλεμο κατά των Μπόερς. Μπορούμε να βρούμε στην εποχή μας άπειρα τέτοια παραδείγματα. Από τη συναίνεση στα ψέματα που προμή θευσαν την αφορμή για την εισβολή στο Ιράκ ώς το δικό μας εθνικό ψεύδος της «ισχυρής Ελλάδας», πάνω στο οποίο τσουλήσαμε πρόθυμα, ανέμελα και ηδονικά μέχρι να φτάσουμε εκεί που βρισκόμαστε σήμερα.
Γιατί υπάρχουν και φορές που η αλήθεια μπορεί να είναι αβάσταχτη, αλλά η απόκρυψη ή η άρνησή της είναι ολέθρια.
του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ βιβλιοδρόμιο, 2/4/2011