Εξαντλημένο
Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Συνέκδοση με την Anemon
2η έκδοση 2022
Μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα –οι επτάχρονες φίλες Ευγενία και Φάτμα– ζουν σ’ ένα χωριό στα περίχωρα της Σμύρνης. Το 1922, ο πόλεμος και η καταστροφή τής αγαπημένης τους πατρίδας θα τις χωρίσει για πάντα. Το μόνο που τις ενώνει είναι μια μυστική υπόσχεση…
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Brain storming: Μικρασιατική καταστροφή στην παιδική λογοτεχνία (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, και στην αντίληψη μιας επετειακής λογικής, όπως συνέβη με τα παιδικά βιβλία του 2004, έτους των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και πέρσι για το 1821, όσα έχουν θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή αποκτούν νέα επικαιρότητα και θα διαβαστούν οπωσδήποτε σε σχολικές τάξεις και βιβλιοθήκες σε αναγνωστικά προγράμματα φιλαναγνωσίας.
Πώς παρουσιάζεται λοιπόν σήμερα το 1922 στα παιδικά/νεανικά βιβλία μέσω της μυθοπλασίας, ώστε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο γνώσης και διαχείρισης αυτών των γεγονότων που θα παρακινήσει τους νεαρούς αναγνώστες να συζητήσουν και να αναπτύξουν προβληματισμούς για τον πόλεμο, τους πρόσφυγες, τις μειονότητες, τα δικαιώματα, τις διεκδικήσεις, τη διεθνή πολιτική σκακιέρα;
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
της Μαρίζας Ντεκάστρο, www.oanagnostis.gr, 30.3.2022
Μια αστραπή αισιοδοξίας
Σα να πλησιάζει ένας μεγεθυντικός φακός στις φωτογραφίες πλήθους, κυνηγημένου, τρομαγμένου πλήθους, να βρίσκει ένα μικρό κορίτσι χαμένο για ώρες από το σπίτι του, να παίρνει ανάσα και να διηγείται μια ιστορία, έτσι είναι το παιδικό βιβλίο της Anna Conomos Η υπόσχεση. Τα χρώματα που έχει βάλει επάνω στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες η Ντανιέλα Σταματιάδη ζωντανεύουν τα δυο μικρά κοριτσάκια. Δυο φιλενάδες, δυο γειτονοπούλες αντιστέκονται στον υποχρεωτικό χωρισμό, στο υποχρεωτικό μίσος, με μια απλή υπόσχεση. Θα καταφέρουν να την τηρήσουν;
Τα χρώματα στις φωτογραφίες είναι που με κάνουν να θυμάμαι τη γιαγιά μου, ή ο απλός τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας ζωής; Διηγόταν κι εκείνη παράξενα πράγματα από τη μακρινή της πατρίδα. Για τη φιλία της με τους τούρκους γείτονες, για τη βοήθεια που της έδωσαν, για το θυμό της με την ελληνική πολιτική. Καμιά φορά τη μάλωναν τα ίδια της τα παιδιά, ο πατέρας και οι θείες μου. Ήταν απόψεις αιρετικές, μακριά από την επίσημη εκδοχή, όπως κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν προσπαθούσα να λύσω το μυστήριο των διαφορών τους. Εξηγήσεις δεν μου έδιναν. Ήμουν όμως αφοσιωμένη στη γιαγιά όπως σε μια προφήτισσα, σε μια θεότητα που φυλάς τα λόγια της για να σου αποκαλύψουν αργότερα τη σημασία του. Η γιαγιά μιλούσε για τον πόνο των ανθρώπων, για την αμηχανία και τη σκληρότητα του πανικού τους, για την ειρηνική της συνύπαρξη με αλλόθρησκους στην ίδια πόλη και στην ίδια ζωή μέχρι ο πόλεμος να τους χωρίσει, εκδήλωνε πεισματικά τη διαφωνία της για την απόφαση να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους σαν κοπάδια εριφίων και προβάτων. Είχε δίκιο η γιαγιά, σκέφτομαι συχνά, όλο και συχνότερα όσο περνούν τα χρόνια.
Είναι πολύ δύσκολο ακόμα και τώρα, ενενήντα χρόνια μετά, να μιλήσουμε για λογαριασμό και των δυο πλευρών, να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία την άποψη του άλλου. Οι παλιοί γείτονες χώρισαν για πάντα κι έζησαν σε διαφορετικά μέρη, σε δυο διαφορετικές χώρες με πληθυσμούς που είχαν ύψιστο στόχο την ομοιομορφία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κατάσταση διαφορετική, είναι δύσκολο να κάνουμε το ταξίδι προς τα πίσω. Το βιβλίο της Anna Conomos προτείνει το ταξίδι αυτό με πολύ απλά μέσα, και μάλιστα το προτείνει για παιδιά. Είναι μια καλλιτεχνική αστραπή αισιοδοξίας. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν πράγματα που κάποτε δεν επιτρεπόταν να ακούγονται. Όπως, ας πούμε, ότι μπορείς να έχεις μια φιλενάδα που δεν έχει την ίδια θρησκεία με σένα, και να μην θέλεις να τη χάσεις. Κάτι τόσο απλό και τόσο σημαντικό. Κι ακόμα και κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες της μεγάλης εκείνης ανθρωπιστικής καταστροφής που δεν ήταν μόνο ελληνική τελικά, πήρε σβάρνα και πληθυσμούς μουσουλμάνων στον ελληνικό χώρο που τους έστειλε στην Τουρκία με το στανιό, λεπτομέρεια την οποία θα αγνοούσαμε αν δεν επιμέναμε να μάθουμε ιστορικές λεπτομέρειες, γιατί μόνο οι έλληνες έπρεπε να κρατήσουν το προνόμιο του πόνου.
Ναι, τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν την αξία της φιλίας και το βάρος μιας υπόσχεσης. Μπορούν μάλιστα να το προχωρήσουν το πράγμα, να δουν την απλή μικρή ιστορία μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας. Κι αν τα βεβαιώσουμε πως αξίζει τον κόπο η παιδική φιλία και η τήρηση των υποσχέσεων θα καταφέρουν κάποτε καλύτερα να προσεγγίσουν και την επιστημονική, τη ‘μεγάλη’ Ιστορία.
Μικρασιατικής καταγωγής κι εγώ, πήγα μόλις πριν δυο χρόνια στην πατρίδα του μπαμπά μου, επειδή πάντα υπάρχει μια υπόσχεση, μια εκκρεμότητα. Κι εκεί, χωρίς να τον αναζητήσω, συνάντησα έναν άνθρωπο δίπλα στην ερειπωμένη εκκλησία των Ελλήνων, ο οποίος μιλούσε ελληνικά που τον είχε μάθει η γιαγιά του, μουσουλμάνα των Γρεβενών ανταλλαχθείσα. Δεν ήταν η γιαγιά του φίλη της δικής μου, αλλά η εκκρεμότητα υπήρχε, και κάπως την αντιμετωπίσαμε, κάπως προσπαθήσαμε. Μπορεί και να ανανεώσαμε την υπόσχεση.
Θα ήθελα να έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο όταν ήμουν παιδί. Κατά προτίμηση στα γόνατα της γιαγιάς μου. Δεν πειράζει όμως, κάποια λουλούδια χρειάζονται χρόνο για ν’ ανθίσουν, όπως χρειάστηκε χρόνο κι εκείνη η υπόσχεση.
της Άννας Δαμιανίδη, www.protagon.gr, 20/09/2012
Ημασταν βασιλιάδες, γίναμε ζητιάνοι
Προσωπικά πάθη και συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες στην έκθεση «Δύο φορές ξένος» που εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη
Περισσότεροι από 12 εκατομμύρια γερμανοί πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Κόκος Νικολαΐδης είναι κάτοικος Λευκωσίας με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Η οικογένειά του έχει το αρνητικό ρεκόρ να βιώσει δύο φορές μέσα σε λιγότερο από 70 χρόνια τον εκτοπισμό από τα πάτρια εδάφη. Ηταν από τις λίγες ελληνικές μικρασιατικές οικογένειες που βρέθηκαν στην Κύπρο με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, ενώ μετά τη διχοτόμηση της νήσου, το 1974, ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά τον τόπο όπου ζούσε μαζί με την οικογένειά του.
«Είχα δώσει μια υπόσχεση στη μάνα μου προτού πεθάνει, ότι μια μέρα θα πήγαινα στη Μικρά Ασία για να βρω το αρχοντικό τους, το οποίο με ενθουσιασμό πάντοτε μου περιέγραφαν» λέει στη μαρτυρία του η οποία διασώζεται στην έκθεση «Δύο φορές ξένος», στο κεντρικό κτίριο του Μουσείο Μπενάκη. «Ερχεται η κυρία Φατμά να μας ανοίξει. Φόρτιση τεράστια... Ηρθαν στη μνήμη μου εκείνα όλα που άκουγα από τη μητέρα μου, από τη γιαγιά μου... Ετρεξε στην αυλή, όπου είχε έναν θάμνο, έκοψε ένα κλαράκι που είχε ένα ανθάκι πάνω και έρχεται και μου λέει: "Αυτό να το πας στη μάνα σου όταν πας πίσω". Και της λέω: "Η μάνα μου πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια". Μου λέει: "Να το βάλεις στον τάφο της από εμένα"».
Η Δόμνα Μασκαλίδου ήταν κάτοικος της Χωρομάνας του Πόντου. Η οικογένειά της περιλαμβάνεται, μαζί με άλλους Πόντιους και Καππαδόκες, στα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής: πλήρωσαν με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 έναν πόλεμο στον οποίο δεν είχαν καμία ανάμειξη. Η Δόμνα Μασκαλίδου εκτοπίστηκε από την Τραπεζούντα σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Εζησε εκεί προτού αυτές εκτοπιστούν, το 1924, στην Ανατολία.
«Ηρθαμε στην Ελλάδα πεινασμένοι, διψασμένοι... Τα παιδιά πέθαιναν στα χέρια μας από την πείνα»λέει. «Και τι καταλάβαμε που ήρθαμε εδώ; Τίποτα, μόνο φασαρίες. Εμείς, στην Τραπεζούντα; Βασιλιάδες ήμασταν. Εδώ; Για Τούρκους μας είχαν, μουσουλμάνους. Οταν μας έλεγαν μουσουλμάνους, τρελαινόμασταν».
Χαμένες πατρίδες, διαλυμένες κοινότητες
Προσωπικές μαρτυρίες που αποκαλύπτουν μια κοινή εμπειρία χαμένων πατρίδων και διαλυμένων κοινοτήτων, την ιστορία ανθρώπων που πάντα νιώθουν δύο φορές ξένοι, αναδύονται μέσα από την έκθεση, που διοργανώνεται στο πλαίσιο συμπλήρωσης 90 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο λόγος για μια περιήγηση στις μεγαλύτερες ανταλλαγές και στους εκτοπισμούς πληθυσμών του 20ού αιώνα μέσα από προβολές που φιλοξενούνται στην Αίθουσα Κωστοπούλου του Μουσείου Μπενάκη.
Ο επισκέπτης έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με όσους έζησαν τα τραυματικά γεγονότα. Η Αϊσέ Λαχούρ Κιρντούνς, της οποίας η οικογένεια έφθασε στην Τουρκία από την Κρήτη, ο Μουσταφά Καλαμάζ, πρώην κάτοικος Τσοτυλίου Κοζάνης, και ο Αλί Ονέι, πρώην κάτοικος Ρεθύμνου, εξομολογούνται τα πάθη τους από κοινού με την Ελληνοκύπρια Μαρία και την Τουρκοκύπρια Ζεχρά, οι οποίες διέσχισαν την Πράσινη Γραμμή της Κύπρου για να επισκεφθούν τα πατρικά τους σπίτια έπειτα από 30 χρόνια. Από τα τραύματα του πολέμου και του εκτοπισμού ως τη σημερινή ανάγκη για συμφιλίωση, η έκθεση είναι βασισμένη σε κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό.
Ο επισκέπτης, ωστόσο, μπαίνοντας στην Αίθουσα Κωστοπούλου δεν πρόκειται να δει κάποιο κείμενο ή φωτογραφία. Δεκαπέντε μόνιτορ και τρεις προτζέκτορες αφηγούνται τις ανταλλαγές και τους εκτοπισμούς.
Οι προβολές του οπτικοακουστικού υλικού γίνονται σε διαφορετικά μεγέθη και κλίμακες. Οι προβολές που αφορούν κυρίως προσωπικές μαρτυρίες γίνονται με ακουστικά (για έναν θεατή), ενώ οι άλλες προβολές γίνονται για δύο και περισσότερους θεατές. Υπάρχει έτσι η δυνατότητα επιλογής και η εμπειρία της συμμετοχής εκ μέρους του επισκέπτη.
«Η έκθεση διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες» λέει ο Γιούρι Αβέρωφ, σκηνοθέτης και από τους παραγωγούς της έκθεσης. «Από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ταξιδεύουμε στη μαζική μετακίνηση Γερμανών και Πολωνών μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στον διαχωρισμό της Ινδίας και στη δημιουργία του Πακιστάν το 1947 και στην Κύπρο το 1974».
Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Culture της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι μια παραγωγή της Anemon, σε συνδιοργάνωση με το Πανεπιστήμιο τηςΟξφόρδης, το Μουσείο Μπενάκη, το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας, το Πανεπιστήμιο Istanbul-Bilgi και την Tolle Idee.
Το 2012 η έκθεση ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και στη Λευκωσία. Τον Μάρτιο, μετά την παρουσίασή της στο Μουσείο Μπενάκη, θα φιλοξενηθεί στο Στρατιωτικό Μουσείο της Στοκχόλμης και στο Λουξεμβούργο.
«Οι άνθρωποι μπορεί να συμβιώνουν σαν καλοί γείτονες, τα παιδιά τους να πηγαίνουν μαζί στο σχολείο, σε φαινομενικά τέλεια αρμονία, πρέπει όμως να καταλάβουμε πόσο εύθραυστη είναι αυτή η αρμονία. Μέσα σε μια νύχτα κάθε ίχνος πολιτισμού μπορεί να διαλυθεί - και χρειάζεται μια ολόκληρη γενιά για να τον επαναφέρεις» λέει ο βρετανός πολιτικός και διπλωμάτης λόρδοςΑσνταουν.
Επετειακό ταξίδι
Μετά την παρουσίαση της στην Κωνσταντινούπολη και τη Λευκωσία, η έκθεση «Δυο φορές ξένος» - που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Culture της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνδιοργανώνεται από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Μουσείο Μπενάκη, το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας, το Πανεπιστήμιο Istanbul-Bilgi, την Tolle Idee, το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, το Goethe - Institut Athen, το British Council, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών- αφού παρουσιαστεί στην Αθήνα, θα συνεχίσει το ταξίδι της στη Στοκχόλμη και στο Λουξεμβούργο.
naftemporiki.gr, 17 Σεπτεμβρίου 2012
Παρηγοριά
Υπάρχει μια στιγμή που η φαντασία εκδικείται την πραγματικότητα· τα φαντάσματα, έστω για λίγο, γαληνεύουν. Υπάρχει μια στιγμή που γεύεται κανείς την παρηγοριά, με την ψυχή και με το σώμα, πραϋντική ώς το μεδούλι των κοκάλων.
Μην πάει ο νους σε κάποια αιματηρή δικαίωση, στην τρομερή κόψη του σπαθιού. Μια ωραία φθινοπωρινή Κυριακή πρωί, στο παλιό Μουσείο Μπενάκη, πάνω σε χαλί, ακούμε μαζί με τα παιδιά το παραμύθι για τα δυο κοριτσάκια απ’ τα περίχωρα της Σμύρνης, την Ευγενία και τη Φάτμα. Για τη φιλία που δεν ξεριζώθηκε, προσπερνώντας τον ίδιο το θάνατο, από γιαγιά σε εγγονή, στις δυο αντικριστές ακτές του Αιγαίου. Μοναδικά εργαλεία της παραμυθούς ένα παλιό σεντούκι (κάθισμα, βαλίτσα και καράβι) κι ένα ξερό τριαντάφυλλο. Ο «χλωρός παράδεισος» των παιδικών χρόνων με άρωμα πορτοκαλιάς και τριαντάφυλλου καθρεφτιζόταν, εκεί, με τα παραμυθένια λόγια, στα μαύρα μάτια της Φάτμα «που έλαμπαν σαν τ’ άστρα». Ηταν όμως και σ’ ένα άλλο «εκεί», δίπλα μας, στα μάτια των κοριτσιών των καθισμένων πλάι μας στο χαλί. Ηταν κι εκεί, στην άλλη μνήμη, των μικρών κοριτσιών που ήμασταν κάποτε εμείς, η μητέρα, η γιαγιά. Εκεί, και στα αναγνώσματα. Στην Αλάνα, της κατά Τσίρκα «Νυχτερίδας». Στην Κωνσταντινούπολη, της Λωξάντρας. Και, βέβαια, στο τραγούδι: «απ’ τον τόπο που είμαι γω ξέρουν ν’ αγαπούν/ ξέρουν τον καημό να κρύβουν/ ξέρουν να γλεντούν».
Παράξενη, το δίχως άλλο, τούτη η αλήθεια. Ο κόσμος των προσφύγων, οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, τα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών όπου μετέφεραν την πείνα, την αθλιότητα και το τραύμα, τα νεκρά βρέφη πάνω στο στήθος, τους γέροντες που δεν τα κατάφεραν - ήταν ένας κόσμος απρόσμενα ανοιχτός. Χαρούμενος. Γλεντζές. Ηταν ένας κόσμος που, δεκαετίες μετά τον ξεριζωμό, δικαιούνταν να κερνά και να περηφανεύεται για το κέφι και τη χαρά ζωής που ανέδιδε. Κόσμος πεισματάρης.
Κάθε ατομικός χλωρός παράδεισος εύλογα θα διάλεγε να καθρεφτιστεί σε τούτες τις γειτονιές της μνήμης και της ιστορίας. Δεν εξωραΐζω. Καταθέτω μαρτυρία. Αν κάτι βεβαιώνει τούτη η για παιδιά και για μεγάλους παραμυθία της «Υπόσχεσης», που φτιάχτηκε από την ελληνικής καταγωγής Αννα Κονόμος (τιμήθηκε το 2005 στην Αγγλία με το βραβείο Young Storyteller of the Year) και κυκλοφόρησε πρόσφατα σε εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη (εκδόσεις Ποταμός), είναι ότι η προσφυγιά καθίσταται κοινό κτήμα. Κάθε ευτυχισμένη παιδική μνήμη ενός κόσμου ανοιχτού, αισθησιακού, συντροφικού, γεμάτου αγγίγματα και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, γίνεται αργότερα πρόσφυγας στο στρατόπεδο που είναι η υποχρεωτική μετάβαση στον ενήλικο κόσμο. Γίνεται πρόσφυγας στην πόλη της πραγματικότητας, πρόσφυγας στις διαμονές της απώλειας.
Τρεις γενιές δάκρυσαν πάνω στο χαλί. Χέρια με δέρμα φρέσκο κι άλλα χέρια, με δέρμα κηλιδωμένο από τον χρόνο, έψαξαν στις τσάντες για χαρτομάντιλα. Πιο πολύ από τον χωρισμό και τον ξεριζωμό πόνεσε η σκηνή με τον άλλοτε εύπορο πατέρα που σκουπίζει τώρα τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και κλαίει ταπεινωμένος, μην μπορώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζην στη νέα πατρίδα. Μα τα πολύ μικρά παιδιά μοιάζει να το γνωρίζουν, σαν τις μικρές πρωταγωνίστριες της ιστορίας: φυτεύουν όλα τους κομμένα λουλούδια στο χώμα, πιστεύοντας ακράδαντα σε μια μελλοντική καρποφορία.
της Μαρίας Τοπάλη, kathimerini.gr, Eξ αφορμής, 30 Σεπτεμβρίου 2012