Ένα ελεύθερο ταξίδι μέσα στη μνήμη με αφορμή απρόβλεπτες ματαιώσεις πτήσεων και ατέλειωτες καθυστερήσεις στα αεροδρόμια της Ευρώπης. Μια περιπαικτική ματιά, όχι πάντα ευχάριστη, πάνω σε γεγονότα των τελευταίων εξήντα χρόνων με τη μορφή μιας επιστολής που κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα στο τότε και το τώρα, έχοντας σαν οδηγό τις ακραίες εμμονές ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα πρόθυρα της επαγγελματικής αποστρατείας. Πρόσωπα υπαρκτά, μπλέκονται συχνά με τα φανταστικά, αυθαδιάζουν και διεκδικούν μια παρουσία αυθύπαρκτη, δίνοντας την εντύπωση ενός αυτοβιογραφικού χρονικού. Είναι φανερή η διάθεση του συγγραφέα να μνημονευτεί διακριτικά το πέρασμα αγαπημένων φίλων, που εξακολουθούν και σήμερα να τον συντροφεύουν, ή που έφυγαν πρόωρα.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
[…] Ένα μελαγχολικό όσο και περιπαικτικό ταξίδι στην ιστορία των τελευταίων εξήντα χρόνων, ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν αυτοβιογραφικό χρονικό, μιά εκ βαθέων εξομολόγηση ενός άνδρα εν αποστρατεία με τη μορφή επιστολών στις γυναίκες που αγάπησε.[…]
[…] Η αφήγηση του Κώστα Βρεττάκου […] παίζει με τον χρόνο κι από τους αχανείς διαδρόμους ενός σύγχρονου διεθνούς αεροδρομίου μας μεταφέρει πότε στην Περούτζια του ’60, πότε στην Πάτμο του ’90, πότε στη Μαδρίτη του 2000, με ενδιάμεσες στάσεις στα καλλιτεχνικά στέκια της γενιάς του 1-1-4, στα χουντικά υπόγεια της Μπουμπουλίνας, στα δημοσιογραφικά γραφεία της μεταπολίτευσης, στους γραφειοκρατικούς λαβυρίνθους των Βρυξελλών.[…]
[…] Φόρος τιμής σε ανθρώπους που τον συντρόφεψαν σε διάφορες φάσεις της ζωής του και συγκαλυμμένος απολογισμός της προσωπικής του διαδρομής, το βιβλίο του παρακολουθεί και την εξέλιξη της Ελλάδας από παράγκα σε ευρωπαϊκή χώρα, χωρίς να παραβλέπει δείγματα άγνοιας, ανομίας, κουτοπονηριάς.[…]
Σταυρούλα Παπασπύρου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 1 Νοεμβρίου 2009.
Ελλάδα, η χώρα που δεν παράγει τίποτα
Εξομολογήσεις του Κώστα Βρεττάκου σχετικά με τη ζωή του, την Αριστερά, το πρώτο του μυθιστόρημα και φυσικά τον Νικηφόρο
Συνέντευξη στον Ηλία Mαγκλίνη
«Οταν ήμουνα νέος δήλωσα παλικάρι και τώρα δεν μπορώ να το πάρω πίσω», διαβάζουμε στο ξεκίνημα του μυθιστορήματος του Κώστα Βρεττάκου «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», την οποία ο αφηγητής αποδίδει σε έναν «γνωστό λογοτέχνη και μαχητικό δημοσιογράφο». Τον ρωτάω ποιος είναι. «Ο Βασίλης Ρώτας», αποκρίνεται γελώντας. Ο ήρωας του βιβλίου παραθέτει τη φράση ως στάση ζωής που βρίσκεται στον αντίποδα της δικής του. Ενας άνθρωπος μελαγχολικός, χαμηλών τόνων, που ανατρέχει σε ανολοκλήρωτους έρωτες, σε τραυματισμένες φιλίες, σε πολιτικές ήττες και μύχιες αναξιοπρέπειες. Την αναδρομή αυτή αποπειράται μέσα από μια μακροσκελή επιστολή προς μια γυναίκα, η οποία, επί της ουσίας, του είναι άγνωστη. Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το περίγραμμα του βιβλίου που υπογράφει ο εβδομηντάχρονος Κωστής Βρεττάκος, γιος του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, ο οποίος μπήκε στη μοναχική περιπέτεια της πεζογραφίας μέσα σε ένα πνεύμα «άσκησης περιέργειας».
Πριν από λίγες ημέρες, στο καφέ του «Ιανού» προβλήθηκαν σε ειδική βραδιά η εμβληματική ταινία του Κ. Βρεττάκου «Τα παιδιά της χελιδόνας» και οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι, αν και ταινία του 1987, είχε μια φρεσκάδα. Μια τέτοια φρεσκάδα χαρακτηρίζει και το μοναδικό μυθιστόρημα ενός ανθρώπου που μοιάζει εθελούσια αποσυρμένος, ωστόσο εκλεκτικά δραστήριος. «Δεν έχω ξαναγράψει μυθιστόρημα. Γιατί το έκανα; Θα αναφέρω έναν ωραίο στίχο του Σαββόπουλου: “Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό”. Υπακούω σε μια εσωτερική ανάγκη να καταλάβω κάποια πράγματα για να μπορέσω να ζήσω καλύτερα, λιγότερο μοναχικά και περισσότερο δημιουργικά. Το ίδιο ίσχυε και με τη “Χελιδόνα”, το ίδιο ισχύει και με αυτό το μυθιστόρημα».
Εφηβική περιέργεια
Ο Κώστας Βρεττάκος εξομολογείται ότι από πολύ νέος ένιωθε «μιαν εφηβική περιέργεια να κάνω κάποια πράγματα, που όμως δεν αποτελούσαν αυτοσκοπό. Δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ ότι είμαι ποιητής μολονότι έχω εκδώσει ποιητικές συλλογές και αγαπάω αυτά τα ποιήματα. Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι σκηνοθέτης παρότι έχω κάνει μια ταινία και ντοκιμαντέρ. Δεν θα ισχυριστώ καν ότι υπήρξα ένας καλός διαχειριστής, ένας χαρτογιακάς, όταν εργάστηκα στο Κέντρο Κινηματογράφου. Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι φωτογράφος, παρότι έχω βραβευθεί ως φωτογράφος, και δεν θα ισχυριστώ τώρα ότι έγινα μυθιστοριογράφος. Ενιωθα πάντα περαστικός. Ολα τα ένιωθα έτσι, εξ ου και ο τίτλος “Περαστικός από το Ρέικιαβικ”. Απ’ όλα τα πράγματα περνούσα δίχως κάπου να σταματήσω. Ολα τα πράγματα με βοηθούσαν για να καταλάβω κάτι και να πάω παρακάτω. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια και ανακαλύπτω ότι με συγκινούν λιγότερα ή πιο απλά πράγματα, συνειδητοποιώ ότι αυτό που με συγκινεί είναι ότι διέσωσα το έργο του πατέρα μου, ότι ανέστησα το αρχείο του στη Σπάρτη. Επίσης, με συγκινεί το ότι αναστηλώνω κάποια ερείπια στην κορφή του βουνού όπου έζησε ο πατέρας μου, με τον οποίο ήμαστε κάτι σαν αδέλφια. Συντηρείς κάποια πράγματα και αυτό σου δίνει κάποια ικανοποίηση. Το βιβλίο αυτό μου έδωσε αυτή την ικανοποίηση, διότι έχει το χαρακτήρα της εσωτερικής περιπλάνησης. Ανταποκρίνεται στον τρόπο που σκέφτομαι και που ζω».
Τόσο ο ήρωας όσο και ο συγγραφέας του βιβλίου κάνουν ένα πέρασμα από τα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας. «Την περίοδο της χούντας είχα απλώς τη δράση που είχαν οι νέοι της εποχής. Νοσταλγώ τις πράξεις που κάναμε, ο Γιάννης ο Λελούδας, η Τόνια Μαρκετάκη, ο Γιώργος Κουμπαρούσος και άλλοι. Εντελώς αθώα μπήκαμε μέσα αλλά με μεγάλη διάθεση, αν και από τη νεολαία της ΕΔΑ είχαμε όλοι αποχωρήσει. Παρέμενα φίλος με τον Μίμη Δεσποτίδη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Κουλουφάκο, αλλά την κομματικοποίηση την είχα αφήσει πίσω μου». Και η σύλληψη; «Με συνέλαβαν μαζί με την Τόνια. Οι αναφορές στην Μπουμπουλίνας στο βιβλίο είναι αληθινές. Μας έβαλαν σε απομόνωση 15 μέρες τον καθένα, μετά μας πήγανε σε κάτι μικρά κελιά, στα υπόγεια των κοιτώνων της αστυνομίας, μετά στου Αβέρωφ, τελικά κάποιοι βγήκαμε με αναστολή την περίοδο του βασιλικού πραξικοπήματος. Ολο αυτό κράτησε ένα εξάμηνο περίπου».
Η σύνδεση του Κ. Βρεττάκου με την Αριστερά ήταν μια φυσική εξέλιξη. «Από επτά χρόνων παιδί μάζευα τον παράνομο Τύπο και τις προκηρύξεις. Το 1946 μου τα κάψανε όλα, όταν άρχισαν οι συλλήψεις. Κινδυνεύαμε ανά πάσα στιγμή. Ζούσαμε στον Πειραιά, σε ένα σπίτι με δύο εισόδους, αν έρθουν από μπροστά να φύγουμε από πίσω. Υπήρχαν δύο βαλίτσες έτοιμες πάντα, μία για την αδελφή μου και τη μητέρα μου, μία για μένα και τον πατέρα μου. Κάτι ανάλογο επαναλήφθηκε χρόνια μετά σε ένα σπίτι στην Κλεομένους, τον καιρό της χούντας».
Μια χώρα χρεοκοπημένη
Και η σημερινή εποχή; «Τα νέα παιδιά που σπάνε και καίνε, και αυτά στο βάθος θέλουν να καταλάβουν πού βρίσκονται και γιατί βρίσκονται εκεί όπου βρίσκονται. Μια ταυτότητα αναζητούν. Από την άλλη, δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, πιστεύω όμως ότι όλες οι γενιές δημιουργήσαμε μια χώρα προβληματική. Είναι μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, καμία ιδεολογία πια». Στο εξωτερικό παράγεται ιδεολογία; «Ισως. Αλλά εκεί υπάρχει μια κουλτούρα με βαθύτερες ρίζες από τη νεοελληνική, που καταστράφηκε βίαια μετά τον Εμφύλιο. Ξεριζώθηκαν συνήθειες, ξεριζώθηκε κόσμος, ένας κόσμος που οδηγήθηκε στο πνεύμα της παροχής και της αντιπαροχής. Οσοι κυβέρνησαν αυτή τη χώρα δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν σε μια ανάπτυξη ουσιαστική παρά μόνο μέσα από τη μαύρη οικονομία. Γαλούχησαν μια χώρα με μια τέτοια ηθική. Και μια τέτοια χώρα δεν έχει προοπτική, διότι τελικά υπάρχουν και κάποια όρια που έχουμε παραβιάσει. Δείτε τώρα τι γίνεται με την οικονομία. Μοιάζει να μην έχει επιστροφή αυτό».
Σαν συγκεφαλαίωση βίου
Το μυθιστόρημα δέχεται, τα τελευταία χρόνια, συγγραφικές ενισχύσεις από τους χώρους των τεχνών και των επιστημών. Σε αυτήν τη γενικότερη τάση, φαίνεται, κάποτε, να συμβάλουν και τα αφυπνισμένα, με καθυστέρηση, γονίδια ορισμένων τέκνων λογοτεχνών. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το ενδιαφέρον μυθιστόρημα «Σάμπα και κολέγιο» του πανεπιστημιακού Γιώργου Κατηφόρη, που εκδόθηκε το 2007, συμπίπτοντας με τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του πατέρα του, Νίκου Κατηφόρη. Μια αντίστοιχη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί το μυθιστόρημα του σκηνοθέτη Κώστα Βρεττάκου. Αυτό έχει προηγηθεί της διπλής επετείου του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, που μέλλεται να εορταστεί το 2011, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του και 20 από τον θάνατό του. Μόνο που το συγγραφικό ταλέντο του υιού Βρεττάκου, και μάλιστα στην πιο συγγενική εκδοχή, αυτήν του ποιητή, είχε εκδηλωθεί από τη δεκαετία του ‘70, όταν στον εκδοτικό οίκο του Κώστα Κουλουφάκου (Διογένης) δίπλα στα βιβλία του Νικηφόρου Βρεττάκου παρατάσσονταν και δύο δικά του. Ωστόσο, στον εκδοτικό οίκο, που δημιούργησε ο ίδιος λίγο αργότερα, όπου κυκλοφόρησαν τα βιβλία της οικογένειας, δηλαδή του πατέρα του και του θείου του Μίχου Κάρη, δεν επανεξέδωσε τις δύο ποιητικές συλλογές του. Τελικά, και οι τρεις τους βρέθηκαν, προσφάτως, να συστεγάζονται στον εκδοτικό οίκο Ποταμός: το μυθιστόρημα του υιού Βρεττάκου, τα ποιητικά του Νικηφόρου Βρεττάκου και το τελευταίο πεζό τού Κάρη, «Υστερόγραφα».
Ωστόσο, ο Κώστας Βρεττάκος δεν χαρακτηρίζει το βιβλίο του μυθιστόρημα αλλά μυθιστορία. Προφανώς, δεν χρησιμοποιεί τον όρο μυθιστορία με τη σημασία που απαντάται στα «Λεξικά λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας», όπως, λ.χ., αυτό του J. Α. Cuddon, που εκδόθηκε το 1998 και προσφάτως μεταφράστηκε στα ελληνικά. Δηλαδή, ως ισοδύναμο του γαλλικού romance, που αποδίδεται στα ιπποτικά μυθιστορήματα του Μεσαίωνα και κατ’ επέκταση, μειωτικά, στο λαϊκό μυθιστόρημα. Ο Βρεττάκος έχει κατά νου την παλαιότερη χρήση της λέξης, η οποία αναφέρεται σε βιογραφίες, που περιέχουν ψεύδη ανάμεικτα με αλήθειες. Πιστεύουμε ότι από μετριοφροσύνη αποφεύγει να αποκαλέσει το πόνημά του μυθιστόρημα, αδικώντας το. Κατ’ αρχάς, ούτε θεματικά ούτε, κυρίως, μορφικά θα μπορούσε να εκληφθεί ως βιογραφία, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής ενός προσώπου, ούτε ακολουθεί στην παράθεση των γεγονότων τη συνήθη στις βιογραφίες χρονολογική σειρά. Οσον, τώρα, αφορά τις αλήθειες, που αναμειγνύονται με τις μυθοπλαστικές επινοήσεις, ο Θεός και η ψυχή του. Ουδείς, άλλωστε, ενδιαφέρεται αν, πίσω από έναν ήρωα, κρύβεται κάποιο πραγματικό πρόσωπο. Ιδίως όταν η μεταμφίεση είναι τόσο επιμελημένη, ώστε να γίνεται αντιληπτή μόνο από έναν στενό κύκλο φίλων και γνωστών. Το θέμα είναι κατά πόσον ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας γίνεται πειστικός και κυρίως, αν όσα περιγράφονται αποτυπώνουν το κλίμα μιας εποχής. Αυτό πιστεύουμε ότι επιτυγχάνεται στο μυθιστόρημα του Βρεττάκου. Πάντως, ο χώρος του κινηματογράφου, με τον οποίο ο ίδιος έχει ταυτιστεί, ουδόλως αναφέρεται. Ο συγγραφέας διασώζει μόνο την εμπειρία του από τη θέση συμβούλου σε υπουργείο, αλλάζοντας, όμως, το υπουργείο. Αντί αυτό του Πολιτισμού, στο οποίο όντως εργάστηκε, ο ήρωας του βιβλίου συμπληρώνει δεκαετία στο υπουργείο Αγροτικής Πολιτικής και Αειφόρου Ανάπτυξης.
Ονομάζεται Χριστόφορος και βρίσκεται στις παραμονές της σύνταξης. Ηλικία που, από μόνη της, δημιουργεί το αίσθημα της μελαγχολίας. Ακόμη κι αν το σώμα δεν εμφανίζει σημεία κάμψης, υπάρχει το στατιστικό δεδομένο «του προσδόκιμου της ζωής», που αναχαιτίζει ορμές και σχέδια. Σε ένα τελευταίο υπηρεσιακό ταξίδι στο Ρέικιαβικ, το 1999, ενδίδει στον πειρασμό και κάνει μια ενδιάμεση στάση στη Μαδρίτη για να ξαναδεί τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Ακριβέστερα, το ερωτικό του απωθημένο, αφού ποτέ δεν έγινε τίποτα μεταξύ τους, κι ας ήταν ζευγάρι από το 1962, που πρωτοσυναντήθηκαν στα μαθήματα για ξένους στην Περούτζια. Πιθανώς, γιατί εκείνος φερόταν σαν «κρυόκωλος» κι εκείνη σαν «θεούσα». Μπορεί να μην ήταν όμορφη -με «κατσιβέλα» την παρομοιάζει κάπου- με όποια, όμως, γυναίκα κι αν πήγαινε, εκείνη θυμόταν. Κυρίως, το άρωμα του κορμιού της, που, ευθύς εξαρχής, τον τρέλαινε. Από αυτό την αναγνώρισε, όταν την ξαναείδε στη Μαδρίτη, πρόωρα γερασμένη, σχεδόν παραμορφωμένη. Πάντως, λόγω της παράκαμψης στη Μαδρίτη, πιθανώς και της αναστάτωσης από τη συνάντησή τους, ο ήρωας χάνει την απ’ ευθείας σύνδεση για Ρέικιαβικ και βρίσκεται καθηλωμένος σ’ ένα αεροδρόμιο. Εκεί, αρχίζει να γράφει στη Σπανιόλα του μια μακριά επιστολή.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα, εκτός από ένα επιλογικό κεφάλαιο, αποτελείται από αυτήν την επιστολή, που μοιάζει περισσότερο με ημερολογιακές σημειώσεις, όπου παρεισφρέουν παλαιότερα κείμενά του, τα οποία ανασύρει από τον φορητό υπολογιστή προς υποστήριξη της μνήμης του. Μια άτακτη αφήγηση, με χρονικά πισωγυρίσματα, όπου τα συμβάντα μπερδεύονται με τα αισθήματα και τις, εκ των υστέρων, εκτιμήσεις. Επιτυχημένη αποδεικνύεται η μυθοπλαστική σκηνοθεσία, έτσι όπως εκμεταλλεύεται τις συνειρμικές αλληλουχίες για να περάσει από τη μια ιστορία στην άλλη. Ακόμη πιο επιτυχημένο δείχνει το μοντάζ των σκηνών, καθώς οι περισσότερες μένουν ημιτελείς για να ολοκληρωθούν ύστερα από μακριές αφηγηματικές παρεκβάσεις.
Σταθερό σημείο στις ανιστορήσεις παραμένει ο χώρος του αεροδρομίου και ο χρόνος της αναμονής, που επιτρέπουν μια γενικότερη θέαση της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας. Ο ίδιος ο ήρωας περιγράφεται σαν ένας ομηρικός ούτις, που παρέμεινε διά βίου πλάνης. Ανασφαλής, χωρίς ποτέ να παίρνει πρωτοβουλίες, κατέληγε πάντοτε όπου φυσάει ο άνεμος. Περαστικός από δουλειές, που έβρισκαν οι φίλοι γι’ αυτόν, όπως και από γυναικείες αγκαλιές, που άνοιγαν για να τον δεχτούν κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας. Οσο για την Ελλάδα, περιγράφεται σαν μια χώρα με υποτυπώδη εκτός συνόρων παρουσία. Απαισιόδοξες απόψεις, που συνοδεύουν όλες τις επιμέρους ιστορίες, ακόμη και τις λιγοστές που αναφέρονται σε εύθυμα περιστατικά.
Ανακαλεί συμβάντα από την παιδική και εφηβική ηλικία μέχρι την ωριμότητα και τα τελευταία χρόνια, σκιαγραφώντας νοοτροπίες. Επιμένει στις περιόδους που πέρασε με τη Σπανιόλα· αρχές δεκαετίας του ‘60 στην Ιταλία και το καλοκαίρι του 1987 στον Γροίκο της Πάτμου. Σε αυτές τις σελίδες περιγράφει έναν μικρό παράδεισο, από εκείνους που υπήρχαν ακόμη τότε, σε κάποιες γωνιές της Ελλάδας, πριν τους ισοπεδώσει ο μαζικός τουρισμός και προτού ο φιλόξενος ντόπιος καταντήσει ξενοδόχος. Ενα μεγάλο, όμως, τμήμα του μυθιστορήματος αφορά την Αθήνα της «κουτσής» δεκαετίας του ‘60. Ανασταίνει μπουάτ, μπαρ και καφενεία, με τα μυθικά, σήμερα πλέον, για τους νεότερους ονόματα. Ενώ πλάθει ορισμένους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως ο Μήτσος και ο Φιλόλαος, ένα δίδυμο που αντανακλά δύο αντιπροσωπευτικούς τύπους Ελληνα: τον πολυτεχνίτη και καταφερτζή και τον ιδεολόγο της Αριστεράς, που ακολούθησε τον δρόμο της προσαρμογής. Γνωστός ο Φιλόλαος με το παρατσούκλι «ο κόκκινος γεωπόνος», πρώτος στις διαδηλώσεις του 1-1-4, πέθανε, λίγο πρόωρα, ως βουλευτής του κυβερνώντος σήμερα κόμματος. Μέσα από αφηγήσεις για ερωτικά μπλεξίματα και επαγγελματικές περιπέτειες προβάλλει ένας τρόπος ζωής οριστικά πλέον ξεπερασμένος.
Οι αφηγήσεις για την Απριλιανή Δικτατορία και το υπόλοιπο εκείνης της δεκαετίας συντομεύονται. Απομένει ένα τραγελαφικό στιγμιότυπο στον Αγνωστό Στρατιώτη από τη νύχτα του πραξικοπήματος και μια, επί τροχάδην, αναφορά στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Οπότε, όσοι σπεύσουν να διαβάσουν το βιβλίο για τυχόν αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις, θα απογοητευτούν. Οπως θα απογοητευτούν και οι φιλόλογοι ή και φιλολογίζοντες, που θα αναζητήσουν ίχνη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Μόλις ένα κεφάλαιο από τα συνολικά 75 μίνι κεφάλαια του μυθιστορήματος, μαζί με δυο-τρεις σκόρπιες παρατηρήσεις, αναφέρονται στον πατέρα τού ήρωα. Ενα δεύτερο σταθερό σημείο, στο οποίο επανέρχεται η αφήγηση, είναι ο τόπος του πατέρα τού ήρωα, όπου και ο ίδιος επιθυμεί να αποτραβηχτεί. Εκεί βάζει ο συγγραφέας την τελεία στο μυθιστόρημά του. Δεν πρόκειται για τις Κροκεές, όπου γεννήθηκε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, αλλά για το οικογενειακό κτήμα στην κορυφή του λόφου Μπέη Τάσου, κοντά στην Πλούμιτσα Λακωνίας. Μια παραστατική περιγραφή του κτήματος έχουμε από τον ίδιο τον ποιητή στο «αυτοβιογραφικό χρονικό» του «Οδύνη», που εξέδωσε ο γιος του, για πρώτη φορά στα ελληνικά, το 1995. Προλογίζοντας την έκδοση, δίνει μια τελευταία εικόνα του Νικηφόρου Βρεττάκου μέσα σε αυτό το υποβλητικής ηρεμίας τοπίο.
από τη Μ. Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 7 Μαΐου 2010
Μια ζωή έρωτες και ελπίδες, διαψεύσεις και ματαιώσεις
ΧΑΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕΣ ΠΤΗΣΕΙΣ, ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ΑΝΑΜΟΝΕΣ ΣΕ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ: ΙΔΑΝΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΣ ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ, ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙ ΤΟ ΧΑΟΣ ΠΡΟΧΕΙΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΧΡΟΝΙΖΟΥΝ ΣΤΟΝ ΦΟΡΗΤΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ, ΝΑ ΜΕΤΑΓΡΑΨΕΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΑΛΛΟΥ, ΑΛΛΟΤΕ...
Συχνά λέγεται ότι η γλώσσα του κινηματογράφου συγγενεύει με τη γλώσσα της λογοτεχνίας· αυτό αποτυπώνεται άλλωστε σε αρκετούς τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούν από κοινού. Ο συγγραφέας σκηνοθετεί τον κόσμο του, μοντάρει τα γραπτά του, ζουμάρει σε πρόσωπα ή καταστάσεις, φωτογραφίζει μέσω εξαντλητικών περιγραφών όπως περίπου το κάνει ο κινηματογραφιστής. Προφανώς το υλικό (οι λέξεις, οι εικόνες) διαφέρει και επιτάσσει τους κανόνες του, ωστόσο η σκοπιά του τεχνίτη που χωροθετεί, χρονοθετεί μια ιστορία και την εντάσσει σε αφηγηματική προοπτική είναι βασικό γνώρισμα και στις δύο διαδικασίες.
Ο Κώστας Βρεττάκος, που γεννήθηκε το 1938, είναι κυρίως γνωστός από τη δράση του στον κινηματογραφικό χώρο: ντοκιμαντερίστας, σκηνοθέτης μιας ταινίας (Τα παιδιά τηςΧελιδόνας), υπουργικός σύμβουλος κινηματογραφίας και πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου επί σειρά ετών, σύμβουλος Διεθνών Σχέσεων στον τομέα του Οπτικοακουστικού (1990- 2006). Προτού αναλάβει όμως αυτούς τους θεσμικούς ρόλους και ασχοληθεί ενεργά με τον κινηματογράφο, για τον οποίο σπούδασε στην Αθήνα και στη Ρώμη, είχε δραστηριοποιηθεί στη δημοσιογραφία, στη διαφήμιση, στη φωτογραφία, είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και δημιουργήσει έναν βραχύβιο εκδοτικό οίκο: τυπικό δείγμα μιας ολόκληρης εποχής της ελληνικής Αριστεράς όπου η επαγγελματική πολυπραγμοσύνη βρισκόταν αναγκαστικά στην ημερησία διάταξη, ο βιοπορισμός προσπαθούσε να συντονιστεί με τις εσώτερες κλίσεις ή πεποιθήσεις, όχι πάντα με επιτυχία. Το φίλτρο Στον Περαστικό από το Ρέικιαβικ, όλες αυτές οι αναζητήσεις και οι περιπέτειες φιλτράρονται στην αφήγηση ως δοκιμασίες ατομικές αλλά και συλλογικές, μιας μεταπολεμικής και στιγματισμένης γενιάς που παράδερνε γυρεύοντας τον δρόμο της. Είναι εμφανές πως ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για όλα αυτά τα δημόσια και τα ιδιωτικά που τον έχουν συγκροτήσει ως πρόσωπο, για παλιές φιλίες και χαμένους συντρόφους, πένθη και πάθη της οικογένειας, έρωτες και ισόβιες σχέσεις. Πώς να το κάνει αποφεύγοντας τους σκοπέλους της αυτοβιογραφίας και τις ευκολίες της μαρτυρίας ή τη χαλαρότητα του χρονικού; Εδώ, η μία τέχνη τείνει χείρα βοηθείας στην άλλη: σκηνοθετώντας. Ο Ντάντης υποδύεται τον Χριστό φορο και ο ρόλος του απαιτεί ένα διαρκές flash back που προσπαθεί να συνδέσει το τότε με το τώρα. Επιλογή του σκηνικού χώρου: η ουδέτερη, άχρωμη, πανομοιότυπη ατμόσφαιρα των μεγάλων διεθνών αεροδρομίων. Ήρωας: μια μοναχική φιγούρα στους λαβυρινθώδεις αερολιμένες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών που γράφει πυρετωδώς ένα γράμμα ουσιαστικά προς εαυτόν, με το βλέμμα να πηγαινοέρχεται στη μικρή οθόνη του υπολογιστή και στον μεγάλο πίνακα ανακοινώσεων των πτήσεων. Ο επιβάτης, πολυάσχολος επαγγελματίας, κουβαλά πάντα μαζί του τον φορητό υπολογιστή, που έχει σταδιακά αντικαταστήσει παλιές ατζέντες, ημερολόγια, και όπου έχει αποθηκεύσει μικρές ή εκτεταμένες σκέψεις, σχέδια προσωπικών επιστολών, το σχήμα του βίου του καθώς τείνει να ολοκληρωθεί (το επεισοδιακό ταξίδι κλείνει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, εντός ολίγου πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί).
από την Λίζυ Τσιριμώκου, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 13 Μαρτίου 2010
«Ένα βιβλίο ανάμεσα στο προσωπικό ημερολόγιο, την αυτοβιογραφία, το επαγγελματικό χρονικό και το μυθιστόρημα, που έχει γραφτεί με αφορμή διάφορες ματαιώσεις πτήσεων και ποικίλες, πολύωρες καθυστερήσεις στα ευρωπα κα αεροδρόμια. Ο Κώστας Βρεττάκος ενεργοποιεί τη μνήμη του, προσπαθώντας να κατεβεί σε αφανή ή λησμονημένα στρώματα, τα οποία θα τον βοηθήσουν να προβάλει σε καθαρότερη μορφή πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που έσβησαν από τον νου με την πάροδο του χρόνου, αλλά δεν παύουν να διεκδικούν (αφού στην πραγματικότητα δεν χάθηκαν ποτέ) μια σημαντική θέση στη συνείδηση: οι φίλοι, τα πολιτικά (τα δύσοσμα χρόνια της χούντας), οι δουλειές (εκδόσεις, διαφήμιση, φωτογραφία, κινηματογράφος) και οι έρωτες, όλα σε μια περιπετειώδη όσο και ακατάπαυστη διαπλοκή, έρχονται στην επιφάνεια για να προκαλέσουν έναν χαμηλόφωνο σχολιασμό, ταιριαστό με το ήθος και το ύφος του βιβλίου, που θυμίζει τον ψίθυρο της εξομολόγησης συνδυασμένο με την τόλμη και την εντιμότητα της αυτογνωσίας, Ας σημειωθεί πως οι εξομολογήσεις του Βρεττάκου δεν διακινούν μόνο πραγματικό υλικό (ατομικά και ιστορικά τεκμήρια) : βάζουν στο παιχνίδι της αφήγησης και τη μυθοπλασία, δημιουργώντας μιαν αξεδιάλυτη ροή, που παρασύρει σε μιαν άκρως ακούραστη και, το βασικότερο, γοητευτική ανάγνωση.»
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 4 Ιουνίου 2010.