Η Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία, λέξη φτιαγμένη από τρεις λέξεις, είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία αγάπης φτιαγμένη από πολλά πρόσωπα, όπως όλες οι ιστορίες αγάπης - ποτέ δεν αφορούν μόνο τους πρωταγωνιστές τους. Είναι ένα βιβλίο μικρού σχήματος – τσέπης. Να χωράει σε μια τσάντα με τα απαραίτητα, τα πιο σημαντικά, π.χ. την ταυτότητά σου. Ό,τι θες να σώσεις σε μια οριακή κατάσταση – λόγου χάρη σε μια πυρκαγιά. Οι βιβλιοθήκες καίγονται στις πυρκαγιές. Η Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία είναι αυτό ακριβώς: η ματιά πριν την εκκένωση. Η απάντηση στην ερώτηση: τι θα ήθελες να σωθεί.
Είναι όμορφη η βραδιά, παρά το κρύο. Τα αστέρια τρεμοπαίζουν στο πανί, ακρωτηριασμένα – κορώνουν, σκορπούν τις σπίθες τους και σβήνουν πριν τους αγγίξει το βλέμμα. Σαν ψάρια – αφρόψαρα που χάνονται στον ανακατεμένο βυθό. Βοηθώ την Αμάντα να κατεβάσει τα ρολά του μαγαζιού και ακούω το κλικ του λουκέτου, η Αμάντα μετακινεί τη βέσπα της στο οδόστρωμα και σκουπίζει τη σέλα, καβαλάμε και την πιάνω από τους γοφούς – σαν να είμαστε στο κρεβάτι. Είναι αλλιώς όταν δεν είναι φαντασίωση – οι αισθήσεις εκφράζονται με μεγαλύτερη φαντασία. Η Αμάντα βάζει ταχύτητα και ξεκινάμε.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Βόλτες με τον δίχως φτερά μονόκερο
Οι λέξεις δεν λυγίζουν και πώς να προσπεράσεις την αμετακίνητη παύλα; Αυτή η γραμμή που αιωρείται πάντα προβλημάτιζε τους ειδικούς και τους «ειδικούς». Περικλείει δευτερεύουσα πρόταση; Αντικαθιστά άλλο σημείο στίξης και εξαφανίζει τα υπόλοιπα; Είναι δομικό στοιχείο σύνθεσης έργου λογοτεχνικού, μουσικού, εικαστικού; Και κάπου εδώ η αναμενόμενη απορία και η φιλόδοξη προσπάθεια εκτρέπονται σε δρόμους πέρα από την τέχνη και τον γνωστό κόσμο της φαντασίας. Στην τέλεια γλώσσα που μόνο οι νότες μιλάνε, το παράπονο και το τιτίβισμα τους κάπως στέκονται πάνω στην αιώνια ευθεία. Στον τόπο των σκιών, του φωτός, των αποχρώσεων και των κρυμμένων βλεμμάτων, αυτή είναι η ατίθαση κίνηση του πινέλου, ο σπασμός του η επιβεβαίωση της αόρατης απόληξης. Συνεπώς, άσε την παύλα εκεί που είναι και απλώς πάτα τη με τις μύτες των χεριών σου. Σαν γάτα που πιάνει το χέρι ανθρώπου και θέλει να το χαϊδέψει, να το καταλάβει. Αν κάνεις αυτή την αυθόρμητη, αρχέγονη, κίνηση, οι λέξεις θα «ξαπλώσουν», θα γίνουν ρευστές και θα αρχίσουν να αναπηδούν. Και τότε, σαν κακοφτιαγμένη εικόνα που βρήκε το φίλτρο της, μια ιστορία θα φανεί πίσω από τις προσωπικές αναζητήσεις, τις ηθελημένες βουτιές στην παραίσθηση της λήθης και τις βόλτες με τον δίχως φτερά μονόκερο. Αν δεν φανταστείς και απλά δεις αυτά που έχεις μέσα σου, τότε θα διαβάσεις την «Αυτό-κοινωνιο-παραμυθία» (Εκδόσεις Ποταμός).
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, www.toperiodiko.gr, 4.3.2024
Δημήτρης Καρακίτσος: Η λογοτεχνία είναι η Σφίγγα που κάνει τις πιο παράξενες ερωτήσεις για την πραγματικότητα
Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία, ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Ξεκινώ με αυτό που πιστεύω ότι θα ενδιαφέρει περισσότερο τους αναγνώστες μας: Ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στον Βόλο. Ο Βόλος είναι μια όμορφη πόλη, ακόμη κι αν είναι νυσταγμένος, χειμωνιάτικος και άδειος – όπως είναι μέσα στο βιβλίο. Και λίγο παραμυθένιος, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάρουμε τοις μετρητοίς ό,τι συμβαίνει εκεί μέσα. Και συμβαίνουν ορισμένα παράλογα πράγματα. Υπάρχουν ζώα που μιλούν, για παράδειγμα. Που ξέρουν ό,τι συμβαίνει στην πόλη – από τους γάμους που καταρρέουν μέχρι τα όνειρα που βλέπει ο καθένας μας. Τα πάντα. Κι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο μου τον εαυτό – είναι πολύ της μόδας η αυτομυθοπλασία, καθώς γνωρίζετε – μπλέκεται σε μια νυχτερινή περιπέτεια με την όμορφη Αμάντα, την ηρωίδα της ιστορίας. Αυτό είναι το περίγραμμα της Αυτο-κοινωνιο-παραμυθίας. Ακούγεται παράξενη αυτή η λέξη, και ξέρω γιατί. Φταίνε τα ενωτικά που, σαν κομμάτια σελοτέιπ, προσπαθούν να κρατήσουν ενωμένες λέξεις που ίσως δεν είναι γραφτό τους να ταιριάξουν.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Χαριτιίνη Μελισσόβα, e-thessalia.gr, 4.2.2024,
«Κουρτίνες δίχως παράθυρο»
«Ο αφηγητής, σκέφτομαι, είναι ένας άνθρωπος χαμένος μέσα στο χρόνο. Το ανάστημά του μηδενίζεται μπρος στην οριζόντια απεραντοσύνη. Αμέτρητα κομμένα καλώδια ξεχύνουν στα πόδια του το καθένα και από μίαν ασύνδετη πληροφορία για ό,τι κάποτε υπήρξε. Καθώς πλανιέται μέσα στα γεγονότα, διαγράφει μια τροχιά κυκλική, πάντα την ίδια, συναντά τα ίδια τοπία και πρόσωπα, μα απέχει τόσο πολύ από το κέντρο που έχει την ψευδαίσθηση του ταξιδιού σε ευθεία. Μέσα στη δίνη των γεγονότων αποφασίζει κάποτε ν' ανακρούσει πρύμνα στη συμπαντική ροή του χρόνου, και με την αργή του κίνηση να μπορέσει να βάλει κάποια τάξη, να συσχετίσει τα πράγματα με τα πρόσωπα, έτσι καθώς περνούν αφήνοντας εκπληκτικά έντονες χρωματικές εντυπώσεις από λεπτομέρειες ενώ το όλο σχήμα, η ουσία, παραμένει απροσπέλαστη». — Γιάννης Πάνου, ...από το στόμα της παλιάς Remington..., 1981.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, www.istos.gr, 27.1.2024
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ό,τι αξίζει να σωθεί
'Τώρα η νύχτα διαβρώθηκε’, γράφω σε ένα παλιό μου διήγημα. ‘Τώρα η θάλασσα έχει το χρώμα της στάχτης. Τώρα το παρόν έγινε παρελθόν, και η ιστορία τούτη ας ξεχαστεί προτού τη δει το φως της μέρας’. Αλλά, σκέφτομαι, γιατί να ξεχαστεί αυτή η ιστορία; Ή είναι κι αυτή χωρίς νόημα; (σσ. 116-117).
Σε προηγούμενο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, εκδ. Ποταμός, 2022) είχε επισημανθεί η διάθεση του συγγραφέα, με όχημα τη μυθοπλασία, να παρουσιάσει μια «άσκηση γραφής», που να ερευνά τα απώτερα όρια της λογοτεχνικής επινόησης αλλά και την πληθώρα τεχνικών που αυτή εφευρίσκει, με το κεντρικό μοτίβο/θέμα να βρίσκεται στα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό. Και πράγματι, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα απόπειρα να δείξει πώς γεννιούνται οι ιστορίες και, κυρίως, πώς γράφονται. Τώρα, στο πρόσφατο βιβλίο του, προχωράει ακόμα πιο απροκάλυπτα στην πρόθεσή του, μέσα από μια (εδώ) αυτοβιογραφική εξιστόρηση, να μιλήσει για την αρχική συγγραφική επιλογή, δηλαδή τι αξίζει να αποτυπωθεί και να μοιραστεί με τους άλλους, να μην το καταπιεί η λήθη. Ένα είδος αυτο-αξιολόγησης των προσωπικών βιωμάτων.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Διώνη Δημητριάδου, www.fractalart.gr, 16.1.2024