Αφήγημα
«Εκεί, δίπλα στο αυλάκι, τα ξαδέρφια μου είχαν πιάσει έναν σκαντζόχοιρο μια φορά, τον είχαν βάλει στο ταψί και χτυπούσαν μια κατσαρόλα με την κουτάλα, σαν τύμπανο, για να χορέψει, αλλά δεν είχε χορέψει και πολύ. Η γιαγιά μου τους φώναζε που χτυπούσαν την κατσαρόλα και θα τη γέμιζαν γούβες, αν δεν έσπαζαν και την κουτάλα από πάνω. Ποιος την άκουγε όμως; Γελούσαν όλοι, γιατί είχαν πιάσει έναν σκαντζόχοιρο που δεν ήξερε χορό. Είναι πολύ όμορφο ζώο ο σκαντζόχοιρος. Έχει γλυκά μάτια, αφηρημένα, μυτερή μουσούδα με αραιά μουστάκια, και μια μπίλια πολύ μαύρη, ευκίνητη και γυαλιστερή στη μύτη άκρη άκρη.»
Ο πεζογράφος Σάκης Τότλης αφηγείται και φανερώνει πώς τα πρώτα εντυπώματα στο άγραφο χαρτί της παιδικής μνήμης γίνονται οι πιο εσαεί πυκνογραμμένες αποσκευές.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Η μυρωδιά της μνήμης
Το «άγραφο χαρτί» είναι ένα αφήγημα για μια παιδική ηλικία σε μια ελληνική επαρχία μερικές δεκαετίες πίσω. Μικρά κεφάλαια, σαν πινελιές, συνθέτουν ιμπρεσιονιστικά έναν καμβά μιας καθημερινότητας. Δεν ξέρω, γιατί, αλλά όταν έκλεισα το βιβλίο του Σάκη Τότλη ένιωθα ότι είχα διαβάσει ένα μυθιστόρημα 350 σελίδων και όχι ένα αφήγημα (σαν διήγηση) 100 σελίδων. Είχα τη γεύση μιας ιταλικής ταινίας, από εκείνες της δεκαετίας του ’70 ή του ’80, όπου μικροί ήρωες έτρεχαν ξυπόλυτοι τα θερμά καλοκαίρια, ανακάλυπταν άγουρους έρωτες σε μυστικούς αχυρώνες και άκουγαν παράξενες ιστορίες από έναν μυθικό παππού.
Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι. Γιατί ο Σάκης Τότλης, γέννημα–θρέμμα της Εδεσσας, έχει μια τόσο σοφή οικονομία του λόγου, που έχει επιτύχει να ξεδιπλώνει εικόνες και να πυροδοτεί τη φαντασία του αναγνώστη του με όχημα το «ελάχιστο», με καύσιμο μόνο την απαραίτητη εκείνη ύλη που όταν παίρνει τη μορφή της γλώσσας πάει βαθιά σαν λεπίδα.
Θαύμασα την τεχνική και την ωριμότητα του Σάκη Τότλη. Είχα τη διάθεση να αφεθώ γιατί ένιωσα εμπιστοσύνη. Ο τόπος που περιγράφει είναι γεμάτος τρεχούμενα νερά, κατάφορτος από οπωροφόρα, λουλουδιαστός, γεμάτος ευωδιές του κάμπου, με καλοκαιρινές μπόρες που μολυβιάζουν τον ουρανό για να ξεδιψάσουν την εύφορη γη. Είναι η Ελλάδα μιας δεκαετίας που μοιάζει απόμακρη στον χρόνο, αλλά που η δύναμη του λόγου απομακρύνει το ένδυμα της χρονικής συγκυρίας ή της εντοπιότητας και αναδεικνύει το συναίσθημα, τον συλλογισμό, το ένστικτο ή το δίλημμα ως κυρίαρχο. Γι’ αυτό οι περιγραφές, έντονες αλλά σύντομες, δίνονται σε μικρές δόσεις, όσο χρειάζεται ώστε το ελάχιστο να γίνει μέγα.
Κι ύστερα είναι οι χαρακτήρες. Η οικογένεια. Οι γείτονες. Η παρέα. Είναι τα απέραντα μποστάνια. Είναι οι θεομηνίες. Είναι η ερωτική αφύπνιση στην αποθήκη και η έκσταση μπροστά στον άγνωστο κόσμο των ενηλίκων. Η γιαγιά και ο παππούς. Ο ήρωας. Ο μικρός αφηγητής, απλός και ξάστερος, σαν καλοκαιρινός ουρανός. Το χιούμορ δροσίζει όλο το κείμενο. Το νοτίζει ελαφρά, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί μοχλό του αφηγήματος. Είναι το χιούμορ με δόσεις αυτοσαρκασμού, με νύξεις και υπαινιγμούς. Εχει όλη την υγιή απορία ενός μικρού παρατηρητή που δεν χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις ή να γίνει απαραίτητα αρεστός.
Το «άγραφο χαρτί» έχει κάτι από σελίδες λογοτεχνίας ενηλικίωσης, με ήρωα που γίνεται αντράκι κοντά στη φύση και στην παρατήρηση των ενηλίκων. Ταυτόχρονα, είναι ένας έμμεσος φόρος τιμής σε μια ζωή αγνότητας και σκληράδας, εκείνης της ζωής που σφράγισε για αιώνες την ελληνική ύπαιθρο. Δεν εξωραΐζει τίποτε, αλλά ούτε και θαμπώνει το μεγαλείο ενός παραδεισένιου πρωτογονισμού. Είναι ένα γράμμα συγγνώμης, νοσταλγίας και ηρωισμού.
Το «άγραφο χαρτί» είναι ένα ανάγνωσμα ωριμότητας για μια «ανώριμη» ηλικία. Ενα αντίδωρο. Με πολλούς καρπούς.
του Νίκου Βατόπουλου, kathimerini.gr, Tρίτη, 21 Σεπτεμβρίου 2010
Βάζω χέρι στην αλήθεια για να την ομορφύνω
Ο Σάκης Τότλης έχει κόλλημα με τον γενέθλιο τόπο του, την Έδεσσα. Σχεδόν όλο το έργο του αγγίζει τρυφερά και αληθινά την υδάτινη πόλη, πνιγμένη στην κυριολεξία στα ποτάμια και στους καταρράκτες της.
Και ο Εδεσσαίος συγγραφέας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να φτιάχνει διηγήματα, αφηγήματα και μυθιστορήματα, που προσπαθούν να αλώσουν αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση και την ιδιαίτερη μυρωδιά του συγκεκριμένου μακεδονικού χώρου, που ακόμη -ευτυχώς- δεν θέλει να μοιάσει της πολυκατοικιούπολης Αθήνας.
Ο 64χρονος συγγραφέας είναι ένας αυτάρκης άνθρωπος, ο οποίος δεν θέλει να βγει έξω από τα σύνορα της βόρειας Ελλάδας, που είναι η παντοτινή πατρίδα του κι όπου κι αν ταξιδέψει τον ακολουθεί. Η οδός Σταθμού της Έδεσσας έχει στοιχειώσει τη μνήμη του, το παρόν του και το μέλλον του.
Το τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Το άγραφο χαρτί», κυκλοφόρησε από τις προσεγμένες από κάθε άποψη εκδόσεις «Ποταμός» της Αναστασίας Λαμπρία. Πρόκειται χωρίς υπερβολή για ένα κομψοτέχνημα κοφτού, ασθματικού και με σωστές δόσεις λυρικού λόγου, που δεν ξεχειλώνει σ' ένα στείρο συναισθηματισμό.
Το γήπεδο στο οποίο ξαναπαίζει ο Σάκης Τότλης είναι αναγνωρίσιμο στον αναγνώστη, κι όμως καινούργιο. Και πάλι «πρωταγωνιστεί» η Έδεσσα, ζουμαρισμένη μέσα από τον φακό της πιο γνωστής άγνωστης ηπείρου του συγγραφέα. Της παιδικής του ηλικίας.
«Οι μαγικές παιδικές αναμνήσεις δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι η πολύτιμη μαγιά στη μνήμη, το κρυφό θεμέλιο που στηρίζει την ψυχή από εκείνη την πολύ αβανταδόρικη πρώτη θέση και διαμορφώνει από κει το κάθε τι, προσωπικότητες, χαρακτήρες, ψυχές, ολόκληρο τον κόσμο», είναι το σχόλιο του αφηγητή-συγγραφέα, δυο-τρεις σελίδες προτού ολοκληρωθεί το αφήγημα.
του Βασίλη Κ. Καλαμαρά, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010
Στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας
Η λεγόμενη σοβαρή λογοτεχνία είναι, κατά κανόνα, σκυθρωπή. Στρέφεται περισσότερο προς την αρνητική πλευρά των πραγμάτων παρά προς τη θετική. Προτιμά τις επώδυνες από τις τερπνές καταστάσεις και αφηγείται μελαγχολικές ιστορίες, αντί για χαρούμενες. Θεωρείται τόσο αδιανόητο ότι μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία που να της ταιριάζει, κυριολεκτώντας, ο τίτλος χαρούμενη λογοτεχνία, ώστε οι αγγλόφωνοι τον χρησιμοποίησαν μεταφορικά, σηματοδοτώντας την ομοφυλοφιλική, αγγλιστί gay, λογοτεχνία, η οποία, ως επί το πλείστον, δεν είναι καθόλου χαρούμενη. Η μόνη χαρούμενη λογοτεχνία, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, είναι η παιδική, στον βαθμό που δεχόμαστε ότι υπάρχει λογοτεχνία εξαρχής γραμμένη για παιδιά. Το παιδί, πάντως, φαίνεται να είναι εκείνο που εισάγει καμιά φορά τη χαρούμενη διάθεση και στη λογοτεχνία για ενηλίκους. Οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν γράψει τουλάχιστον ένα βιβλίο για τα νεανικά τους χρόνια. Οχι, όμως, πάντα χαρούμενο, καθώς ο αυτοβιογραφικός τους λόγος καθορίζεται από την εποχή στην οποία αναφέρεται. Αλλωστε, στην πλειονότητά τους, πιστεύουν ότι είναι το ιστορικό φορτίο της εποχής, που καθιστά άξιες αφήγησης τις αναμνήσεις τους. Ετσι η εποχή καταλήγει ρυθμιστική της διάθεσης και το σύμπαν της παιδικής ηλικίας χάνει την παραδείσια αύρα του.
Ορισμένοι, ωστόσο, που τα παιδικά τους χρόνια έτυχαν σε ταραγμένους καιρούς, για να συγκρατήσουν τη χαρούμενη διάθεση, επικεντρώνονται στα παιχνίδια. Μερικά από τα καλύτερα διηγήματα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας έχουν ως θέμα τα παιχνίδια στις αλλοτινές γειτονιές και αλάνες. Κι αυτοί, χαμένοι παράδεισοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα παλαιότερο βιβλίο του ποιητή Μάρκου Μέσκου με δεκαπέντε διηγήματα, τα οποία καταγράφουν παιχνίδια της δεκαετίας 1935-1945. Χαρακτηριστικός και ο τίτλος του, Παιχνίδια στον παράδεισο, όπου ως παράδεισος νοείται η γενέτειρά του, τα Βοδενά, όπως αποκαλούνταν τότε η πόλη της Εδεσσας. Μόνο, όμως, σ' εκείνο το πρώτο αφηγηματικό βιβλίο του ο Μέσκος κράτησε τα ιστορικά συμβάντα στο βάθος της αφήγησης. Στο επόμενο, το Κομμένη γλώσσα, στο οποίο προχωρεί στα χρόνια της εφηβείας, οι τόποι των παιχνιδιών, με ονόματα από τα παραμύθια, όπως εκείνο «το ποτάμι του Χαλιμά», γίνονται τόποι αιματοχυσίας.
Χρειάστηκε να περιμένουμε κάτι περισσότερο από μία δεκαετία για να μάθουμε από το βιβλίο ενός άλλου Εδεσσαίου, κοντά δέκα χρόνια νεότερου, πόσο παραμυθένιο ήταν άλλοτε «το ποτάμι του Χαλιμά, το πιο μεγάλο ποτάμι στην πόλη». «Την πόλη που σε οποιοδήποτε μέρος της κι αν πήγαινες, βρισκόσουν κοντά σε κάποιο τρεχούμενο νερό», όπως θυμάται ο Σάκης Τότλης, που κατορθώνει με τα παιδικά του βιώματα να γράψει ένα πραγματικά χαρούμενο βιβλίο. Αντί για διηγήματα, στρώνει ένα ενιαίο αφήγημα, χωρισμένο σε σύντομα κεφάλαια, που είναι παρατεταγμένα σε μια χαλαρή χρονολογική ανέλιξη, φτάνοντας μέχρι τη σχολική ηλικία. Ο τίτλος παραπέμπει στο tabula rasa, που θέλει τον παιδικό νου άδειο, σαν το άγραφο χαρτί, έτοιμο να γεμίσει με εντυπώσεις, εμπειρίες και γνώσεις. Ενώ ολόκληρη η αναδρομή διαπνέεται από την αισιόδοξη θέση ότι «οι μαγικές παιδικές αναμνήσεις» συνιστούν το θεμέλιο για τη διαμόρφωση ενός δυνατού χαρακτήρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια απλουστευτική ανιστόρηση, που παραμελεί την ψυχολογία του παιδιού. Αντιθέτως, οι πρώτες μνήμες τού περίπου τετράχρονου παιδιού δείχνουν το έτοιμο υπόστρωμα, με όλες εκείνες τις βεβαιότητες, τις υπεράνω αμφισβήτησης, που δεν χρειάζονται αιτιολογήσεις. Κυριαρχούν ο φόβος για τον πατέρα και η αγάπη για «μια μάνα που μιλούσε με χέρια και με πόδια», κατά την περιγραφή του παιδιού. Ενώ ο αφηγητής εκλογικεύει αυτήν την εντύπωση μιας εύθυμης γυναίκας με την παρατήρηση: «Παρήγαγε με αφθονία την καθημερινή αισιοδοξία μας, όπως το δάσος παράγει καθημερινά οξυγόνο για όλους...»
Είναι ο αφηγητής που θυμάται. Αυτός οργανώνει με οικονομία λόγου το βιωματικό υλικό σε μικρές, επιμέρους ιστορίες, εστιασμένες σε πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις. Αυτός καθορίζει και τη γλώσσα, ονοματίζοντας, εκ των υστέρων, τις οπτικές, ακουστικές ή και οσφρητικές πρώτες εντυπώσεις. Τελικά, όμως, παραμένει ένας πολύ διακριτικός διαμεσολαβητής. Στην αναπαράσταση των συμβάντων αφήνει κύριο ήρωα το παιδί, χωρίς παρεμβάσεις στις ακόμη αδιαμόρφωτες σκέψεις του. Πιστεύουμε ότι ο χαρούμενος χαρακτήρας του αφηγήματος οφείλεται σε αυτό το μοίρασμα ρόλων μεταξύ παιδιού και αφηγητή. Ο Τότλης είχε δοκιμάσει να αφηγηθεί ένα περιστατικό από τα παιδικά του χρόνια και στο προηγούμενο βιβλίο του, «Ιντερσίτι». Εκεί, όμως, υπερισχύει η ερμηνευτική οπτική του ενηλίκου. Αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, με τίτλο «Η Αλήθεια κι Εγώ». Αναφέρεται στη σχέση του ήρωα με τον πατέρα του, τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν άνθρωπο χωρίς χιούμορ και ανοχή για τους άλλους. Πόσω μάλλον για τα παιδιά του. Στο πλαίσιο, βεβαίως, μιας αυστηρής ανατροφής, όπως την εννοούσαν οι παλαιότεροι, την οποία, όμως, ένα παιδί αδυνατεί να αντιληφθεί. Εκείνη η αφήγηση αφήνει μια καταθλιπτική εντύπωση.
Στο πρόσφατο βιβλίο, ο ίδιος πατέρας μπορεί και πάλι να φαντάζει στα μάτια του παιδιού σαν «θηρίο», ωστόσο πρωταγωνιστεί σε κωμικές σκηνές, όπως εκείνη του ξυρίσματος στο «δωμάτιο-σπίτι», με φιλοθεάμον κοινό τους τρεις πιτσιρικάδες του. Από την άλλη, ο αφηγητής διαβεβαιώνει μεν ότι ήταν τα πρώτα, δύσκολα, μεταπολεμικά χρόνια, ωστόσο οι σφαίρες, που έβρισκαν σπαρμένες στη γύρω εξοχή, δεν ήταν παρά ένα αξιοπερίεργο παιχνίδι. Αλλωστε, ολόκληρη η προηγούμενη δεκαετία, εκείνη του '40, προβάλλει μεν με ζωντάνια, αλλά μπερδεμένη μέσα από «τις τόσες χαρούμενες και χαριτωμένες ιστορίες» της μάνας, με τα πολλά ήξεις αφήξεις. «Τη μια οι αντάρτες "μάς χτυπούσαν", την άλλη ήταν "θείοι και ξαδέρφια", που έφευγαν κι αυτοί, όταν έρχονταν οι Γερμανοί». Ετσι περιγράφει το παιδί το μπέρδεμά του, ενώ ο αφηγητής σιωπά.
Το αφήγημα αποτυπώνει τη χαρά από το πρώτο αντίκρισμα των πραγμάτων. Οταν αυτό δεν γίνεται στον περιορισμένο ορίζοντα των σημερινών πόλεων, αλλά στον ανοιχτό μιας μικρής πόλης του '50, με «σπίτια μες στους μπαξέδες». Τα σημαντικά που αντίκριζε εκείνο το παιδί, ήταν ψηλά πλατάνια, ανθισμένα λουλούδια και άκακα ζώα. Τα επίφοβα έρχονταν από τα παραμύθια, όπως οι λάμιες. Γι' αυτό και στο αφήγημα οι εποχές του έτους αυτονομούνται σε κεφάλαια, με το συντομότερο για το καλοκαίρι, τη μόνη εποχή που αντιλαμβάνεται το παιδί τής σήμερον. Τα σπίτια εκείνης της εποχής διατηρούσαν τα αρχαϊκά τους στοιχεία. Ισως, ακριβέστερα, βρίσκονταν ακόμη σε μια μάλλον πρωτόγονη κατάσταση. Πιθανώς και γι' αυτό η περιγραφή του Τότλη από μια μεγάλη πλημμύρα, όταν το σπίτι τους βρέθηκε να πλέει μέσα στα νερά, έτοιμο να καταποντιστεί, θυμίζει «Το σπιτάκι στο λιβάδι» του Παπαδιαμάντη, που τοποθετείται έναν αιώνα νωρίτερα. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, με το καταλάγιασμα της θεομηνίας, οι μεγάλοι σχεδιάζουν να αγοράσουν έναν «σπιτότοπο» για να χτίσουν κάτι στερεότερο.
Σχεδόν όλες οι αφηγήσεις που αναφέρονται σε νεανικά βιώματα, περιγράφουν και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ετσι και στο αφήγημα του Τότλη, το πλέον θαυμαστό από τα πράγματα που αντικρίζει ο ήρωάς του, είναι «το κουτάκι της Βασούλας». Σε αυτό το κεφάλαιο δεν υπάρχει αφηγητής, μόνο το παιδί που κοιτάζει και η Βασούλα που το κοιτάζει να κοιτάζει. Το παιδί νιώθει ίλιγγο, όπως όταν κοιτάζει το φουσκωμένο ποτάμι να χύνεται βουίζοντας στον γκρεμό. Η Βασούλα φαίνεται να διαπνέεται μόνο από περιέργεια. Ενα χαρακτηριστικό ξεκίνημα για τις σχέσεις των δύο φύλων.
από την Μ. Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία,Βιβλιοθήκη, Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010